Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράουτ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αράουτ1 [aráut] adv soccer
  • over the side-lines:
    • η μπάλα βγήκε ~

[perh fr Eng phr (you) are out]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράουτ2 [aráut] το, indecl soccer
  • act of throwing the ball back into the field after it has crossed the side-lines, throw-in (syn πλάγιο άουτ):
    • εκτελώ, κερδίζω, χτυπώ το ~

[substantiv. n of αράουτ1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες