Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απριλοφόρετος, -η, -ο [aprilofόretos]
- attired in spring garb:
- folks. Aπρίλη, απριλοφόρετε, Mάη μου κανακάρη, | π' όλο τον κόσμο γιόμισες απ' άνθη και λουλούδια (DPetrop) |
- poem έλα, απριλοφόρετο κοράσι, | μαζί με την άνοιξη την πλάση! (Agras)
[fr MG απριλοφόρητος, cpd of Aπρίλιος & φορώ]
- attired in spring garb: