Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυμφορίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυμφορίζω [aposimforízo] pass 3sg αποσυμφορίζεται (L)
  • relieve congestion, decongest (syn αποσυμφορώ):
    • με την ανισόπεδη διάβαση αποσυμφορίζεται σημαντικά η κυκλοφορία στη διασταύρωση

[neol, der of αποσυμφόρηση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες