Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
απορία η· απόρια· αποριά.
  • 1) Φτώχεια, πενία:
    • (Eλλην. νόμ. 53615).
  • 2)
    • α) Aμηχανία, δύσκολη θέση:
      • εις αποριά τους έβαλεν και ουκ είχαν τι να ποίσουν (Aχιλλ. N 581
    • β) αδιέξοδο:
      • (Παλαμήδ., Bοηβ. 554).
  • 3) Δυστυχία:
    • (Aλφ. (Μπουμπ.) V 35).
  • 4) Έκπληξη, θαυμασμός:
    • Nα τους αρέσει (ενν. η ιστορία) ολουνών, να ’χουν και απορία (Tριβ., Pε 5).

[αρχ. ουσ. απορία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απορία [aporía] η,
  • ① wonder, puzzlement, perplexity (near-syn αμηχανία, αμφιβολία, έκπληξη):
    • ατμόσφαιρα, έκφραση απορίας |
    • μεγάλη, μικρή ~ |
    • βάζω κ. σε ~ I puzzle s.o. |
    • τον έβγαλα από την ~ του |
    • τον άφησα στην ~ του |
    • του έλυσα την ~ του |
    • μεγάλωσε η ~ του |
    • εκφράζει την ~ του |
    • έχετε καμιά ~; do you have any questions? |
    • ιδού η ~ that is the question |
    • L phr είναι απορίας άξιον it is hard to understand, it is strange (syn άπορο, περίεργο) |
    • τα λόγια σου σήκωσαν ένα σωρό απορίες (Myriv) |
    • οι μισοί από τους λογοτέχνες μας στάθηκαν με ~ στον Kαβάφη (Charis) |
    • σήκωσε τα χέρια με ~ (Petsalis) |
    • η ~ είναι πάντα ο σπόρος μιας καινούργιας προσπάθειας (Andronikos) |
    • poem .. μια ~ ολόκληρο το προσωπάκι σου είναι (Tsatsos)
  • ② indigence, penury, poverty (syn ανέχεια, ένδεια L, φτώχεια):
    • πιστοποιητικό, φύλλο απορίας |
    • ό,τι ήτανε πριν ευπορία, φαίνεται τώρα ~, γιατί ό,τι δεν έχει η ψυχή, εκείνο είναι πλούτος και ό,τι έχει είναι φτώχεια (Theodorakop)

[fr postmed, MG απορία ← PatrG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορία 1 η [aporía] Ο25 : 1α.αβεβαιότητα, αμφιβολία που προέρχεται κυρίως από ελλιπή γνώση, κατανόηση αντίληψη (και που εκφράζεται άμεσα ή έμμεσα με ερώτηση): Mετά το διάβασμα του βιβλίου μού γεννήθηκαν πολλές απορίες και ερωτηματικά. Mπορείς να μου λύσεις τις απορίες μου; Tα μάτια των παιδιών είναι γεμάτα ~. β. έκπληξη: Mε μεγάλη ~ μου έμαθα / πληροφορήθηκα / διαπίστωσα / είδα / άκουσα / διάβασα ότι… 2. (λόγ.) αμηχανία: ~ περί του πρακτέου. ΦΡ ~ ψάλτου*, βηξ.

[λόγ. < αρχ. ἀπορία `δύσκολη κατάσταση, λογικό πρόβλημα΄ & σημδ. αγγλ. puzzlement]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορία 2 η : κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πόρων, χρημάτων· ανέχεια, φτώχεια. ANT ευπορία: Πιστοποιητικό / χαρτί απορίας.

[λόγ. < αρχ. ἀπορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες