Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυσσιάζω [apolisjázo] (& απολυσσάω) aor απολύσσαξα
- become wild or frenzied (syn αφηνιάζω, μανιάζω):
- ο χοντρός λαός απολύσσαξε και παλούκωσε τον παπά (Prevelakis) |
- poem βρε, δεν απολυσσάξατε, διαόλου περιδρόμοι (Souris)
[cpd w. λυσσιάζω]
- become wild or frenzied (syn αφηνιάζω, μανιάζω):