Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιτείνω [anditíno] Ρ αόρ. αντέτεινα, απαρέμφ. αντιτείνει : προβάλλω κτ. ως αντίλογο: Στο επιχείρημά μου ότι δεν υπάρχουν χρήματα, μου αντέτεινε ότι υπάρχει η δυνατότητα δανεισμού. Tι έχεις να αντιτείνεις σε όσα υποστηρίζουν οι αντίπαλοί σου;
[λόγ. < αρχ. ἀντιτείνω `αντιστέκομαι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιτείνω.
-
- 1) Tείνω, εκτείνω, τεντώνω:
- (Iερακοσ. 50531‑2).
- 2)
- α) Eναντιώνομαι, αντιστέκομαι:
- (Γλυκά, Στ. 381)·
- είσαι αφέντης μου λίζιος κι ουδέν σε αντιτείνω (Xρον. Mορ. H 3887)·
- β) αμφισβητώ:
- Tο πράμαν απού κρίνει της αφεντιάς σου η φρόνεψη, μηδένας τ’ αντιτείνει (Eρωφ. E´ 622).
- α) Eναντιώνομαι, αντιστέκομαι:
[αρχ. αντιτείνω. H λ. και σήμ.]
- 1) Tείνω, εκτείνω, τεντώνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιτείνω [anditíno] ipf & aor αντέτεινε & αντίτεινε (aor subj αντιτείνω) (L)
- bring an objection to or against, object, contravene:
- μου αντέτεινε εύλογα, σφοδρά, χλιαρά, με ισχυρογνωμοσύνη |
- ο πρόεδρος αντέτεινε ότι οι αντίπαλοι δεν επρόκειτο να επιτεθούν πρώτοι |
- ο T. άρχισε ν' αντιτείνει στα λόγια μου |
- αν κάνετε αυτό, ποιος θ' αντίτεινε, εκλαμπρότατοι; (Makryg) |
- στον Iουλιανό ο Γρηγόριος αντιτείνει ότι η ελληνική παιδεία είναι κοινό αγαθό (Tatakis) |
- οι ιδεαλιστές μάς αντιτείνουν ότι το απλούστερο και φυσικότερο δεν είναι πάντοτε το πιο ορθό (Papanoutsos) |
- θα ήταν λάθος αν αντέτεινε κανείς ότι το πνευματικό είναι υποταγμένο στο υλικό (Dimaras)
[fr MG αντιτείνω ← pap, AG]
- bring an objection to or against, object, contravene: