Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμανάτι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμανάτι το [amanáti] Ο44 : 1.(παρωχ.) ενέχυρο ή εγγύηση: Bάζω / δίνω / αφήνω κτ. ~. Για να ζήσει μερικούς μήνες η δύστυχη έδωσε ~ τα λιγοστά χρυσαφικά της. || (για πρόσ.) όμηρος: Έκλεισαν στη φυλακή τους προεστούς, για να τους έχουν ~. 2. (προφ.) χαρακτηρισμός για καθετί που υποχρεώνεται να έχει κάποιος κοντά του, ενώ είναι γι΄ αυτόν ενοχλητικό: Έχασε τη γυναίκα του και του έμεινε ~ η πεθερά. Ένας θεόρατος καναπές που μας άφησε ~ ο προηγούμενος νοικάρης. ΦΡ μένω / με αφήνουν ~, μένω χωρίς παρέα ή δεν ικανοποιείται ένα αίτημα, μια επιθυμία μου.

[τουρκ. amanat, emanet `αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη΄ (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανάτι [amanáti] το, (& region. Crete, Epir, WMaced, Thrace etc αμανέτι)
  • ① object entrusted to s.o. or an institution for safekeeping, trust (syn L παρακαταθήκη):
    • μας το άφησε για ~ |
    • είχε ο αθεόφοβος κι αμανάτια που τα 'κλεψε (Psichari) |
    • θα τα στείλω γω στην τράπεζα ~(Vlachogiannis) |
    • poem σαράφικα έχτισε σωστά | μ' ασημικά και μ' αμανάτια (Agras)
  • ② pawn, gage, pledge, surety (syn αμάχι, ενέχυρο, υποθήκη):
    • είναι ~ it is at gage |
    • βάζω (βάνω) κάτι ~ I pawn sth (syn αμανατιάζω, αμαχεύω 1, ενεχυριάζω) e.g. βάζω το ρολόι μου ~ (syn ακουμπώ το ρολόι μου) |
    • έβαλε ~ τα σκουλαρίκια της, τα χρυσαφικά της |
    • και τα εικονίσματα βάνει ~ |
    • θέλει να βάλει το σπίτι του ~ |
    • το σπίτι του το 'χει ~ (Demetrieis) |
    • τι θα πάθαινα, αν έβαζα τότε στην Aθήνα τις χειμωνιάτικες φορεσιές μου ~! (Xenop) |
    • δάνειζε στη φτωχολογιά δανεικά κι αγύριστα, δίχως ~, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό (Nirvanas) |
    • poem οι τόκοι | κ' οι δανειστές μου οι ζόρικοι με σέρνουν | και παίρνουνε το βιος μου για ~ (Stavrou Ar)
  • ⓐ hostage (syn L όμηρος):
    • κρατώ or παίρνω κ. ~ |
    • αφήνω (παρατώ) κ. ~ |
    • κράτα το γιο μου ~ ώσπου να γυρίσω |
    • idiom phr έμεινε ~ stayed for good as was not intended or agreed upon |
    • αξίωσε από τους προεστούς να μείνουνε στην Tρίπολη ~ (Melas) |
    • πήρανε δώδεκα αρχόντους να τους κρατήσουν ~ (Petsalis)
  • ⓑ region. direction, instruction, command (syn εντολή, παραγγελία):
    • folks. μισεύω και σ' αφήνω γεια, σ' αφήνω κι ~ |
    • | τα δυο βυζιά του κόρφου σου άλλος να μην τα πιάσει (DPetrop)
  • ③ region. (Cycl, EAegean, Thrace etc) parcel shipped through a private person providing messenger and delivery service (αμανετζής) (syn region. αποδοσίδι 1b):
    • σου φέρνω ένα ~ από το γιο σου |
    • του 'δωκα ~ να το πάει στην αδερφή μου στην Πόλη |
    • θα λάβεις ένα ~ με το σωφέρ

[fr LMG αμανάτι, this fr Turk amanat bes emanet 'thing entrusted to s.o. for safekeeping']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανατιάζω [amanatjázo] region. (Peloponn,
  • Sterea etc) give as surety, pawn (syn βάζω αμανάτι, s. αμανάτι 2):
    • θ' αμανατιάσουμε το σπίτι μας να πάρουμε λεφτά

[der of αμανάτι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανατιτζής [amanatidzís] ο, (& αμανετιτζής)
  • pawnbroker (syn ενεχυροδανειστής)

[fr Turk emanetçi 'depositary; pawnbroker']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες