Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρήθρα [almiríθra] η, (& more freq αρμυρήθρα) region. (Peloponnesus,
- Skiathos etc), bot name of several plants in coastal areas
- ① an herb, a kind of medick, Medicago marina:
- αρμυρήθρα του πελάγου (cf αρμυρίκι)
- ② Cressa cretica (syn αλμύρα)
- ③ the bastard toadflax Theseium humile
- ④ three purslane, Atriplex halimus (syn αλμυριά2 1, κρίταμο):
- | In lit (the form αρμυρήθρα) |
- η ~, το χορτάρι που τρώνε τα ζώα, κάνει το κρέας και το γάλα τους πολύ νόστιμο (Varelas) |
- στα χαμηλώματα δε φυτρώνει άλλο από κρίταμα κι απ' αλμυρήθρες, που τα τρώνε με το ξίδι οι απλοί ανθρώποι (Kontoglou) |
- στο σκαιό λιοπύρι κάτι καχεκτικές αλμυρήθρες ρίχνανε τον ισχνό τους ήσκιο πάνω στις ίδιες τους τις ρίζες (KPolitis) |
- poem και τη Mισολογγίτισσα την άχαρη ~ | σου μάζωξα (Palam) |
- περήφανη κ' η που έγινε ψωμί σου | φτωχή ~ (id.) |
- ... η άλλη ασταχολόγαε τις χλωρές κορφές της αλμυρήθρας (Sikel) |
- (οι ώρες του καλοκαιριού) ποτίζουν με ήλιο τα ριζά των βράχων | που φύτρωσεν η ~ (Melissanthi)
[der of αλμύρα w. suff -ήθρα or more prob transformation of syn αλμυρίδα after nouns in -ήθρα]