Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοί
22 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοί s. αλί.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιθωριά [aliθorjá] η, region.
  • squint (ing) (syn αλλοιθώρισμα, γκαβομάρα, στραβισμός των οφθαλμών):
    • γρίνιαζε αδιάκοπα και, σα δεν γρίνιαζε, πάλι τα φρύδια του ήταν σουρωμένα εξαιτίας της αλλοιθωριάς του (Myriv)

[fr LMG αλλοιθωρία, der of αλλοίθωρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιθωρίζω [aliθorízo] (sp. also αλληθωρίζω) aor αλλοιθώρισα,
  • be cross-eyed or cock-eyed or strabismic, to squint (syn πάσχω από στραβισμό των οφθαλμών, είμαι αλλοίθωρος, γκαβίζω, στραβίζω, στραβοθωρώ):
    • αλλοιθωρίζει λιγάκι |
    • από την αρρώστια μου αλλοιθώρισα και δε βλέπω καλά |
    • prov που με στραβό καθίση (or όπου καθίση με or με στραβό που κοιμηθή) το πρωί αλλοιθωρίζει one acquires the bad habits of the people one associates w. |
    • folks. πέρνα, πέρνα μπρος σου εγώ | και συ κοίτα, κοίτα αλλού | αλλοιθώρισες, κυρά μου |
    • poem πάει, έχω αλλοιθωρίσει απ' το καρτέρι· | κι αυτός ακόμα (Sravrou Ar)
  • ⓐ of the eyes, squint as a result of emotional disturbance:
    • έμεινα εμβρόντητος με το ένα πόδι κρεμασμένο στον αέρα· τα μάτια μου αλλοιθώρισαν (Schinas) |
    • το ζαβό του μάτι αλλοιθώριζε προς τη μεριά της τρύπας (Vasilikos) |
    • αλλοιθώρισε το μάτι του he has eyes for nothing but that, he is carried away by sth |
    • poem όταν τα μάτια σου αλλοιθώρισαν και στριφογυρνούσαν απλανή (Montis)
  • ① fig squint, suffer visual difficulties fr starvation or for other physical reason:
    • η θεια Γιωργούλα με λυπήθηκε που είχα αλλοιθωρίσει από την πείνα και μου γιόμισε μια τσανάκα στιφάδο (Karangiozis)
  • ⓑ look upon w. longing, yearn:
    • είναι ο ξεπεσμένος ή ο κατά φαντασίαν αριστοκράτης Έλληνας, που ολοένα αλλοιθωρίζει προς τη Δύση (Ioannou)

[der of MG αλλοίθωρος or αλλήθωρος w. suff -ίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιθώρισμα [aliθórizma] το, med & generally
  • cross-eye, squinting, strabismus (syn in αλλοιθωριά):
    • από το πολύ ~ κοντεύει να στραβωθεί |
    • τα μάτια γουρλωμένα να πετάνε σπίθες μίσους, σε ~ απαίσιο (Psathas) |
    • η λεγομένη αφηρημένη τέχνη μόνον όταν παύη να είναι αλληγορία ή ~ είναι τέχνη (Theodorakop)

[der of αλλοιθωρίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιθωρισμός [aliθorizmós] ο, s. αλλοιθώρισμα
:
  • σαν αυτόματο κατρακύλησα τα σκαλοπάτια ... O ~ μου εξακολουθούσε να διευθύνεται στο ίδιο σημείο (Schinas)

[der of αλλοιθωρίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοίθωρος1 [alíθoros] ο,
  • squint-eye, squinter:
    • τα μάτια του αλλοίθωρου ετόξευαν αστραπές (Xenop)

[fr MG αλλοίθωρος (αλλήθωρος), substantiv. m of f αλλοίθωρος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοίθωρος2, -η, -ο [alíθoros] (sp. also αλλήθωρος)
:
  • αλλοίθωρη γυναίκα |
  • ο πατέρας του είναι ~ |
  • είμαι ~ I squint (syn είμαι γκαβός) |
  • σκότωσα κ' εγώ την αλλοίθωρη Kοντύλω και πάω χαμένος (Nirvanas) |
  • τριγύριζε έξ' από την πόρτα μου ο κορκόδειλος ο φθόνος κ' η αλλοίθωρη αλεπού η αχαριστία (Kontoglou) |
  • poem κ' ένας λιγνός υγιός ~, τα δάχτυλα με τρόμο | δαγκάνοντας, μουρμούρισε πνιχτά στους αγριομαδαρίτες (Kazantz Od 20.920)
  • ⓐ squint, crossed:
    • αλλοίθωρο μάτι cock-eye |
    • αλλοίθωρα μάτια squint-eyes, cross-eyes |
    • όποιος λέει ψέματα και μελετάει σκοπούς σκοτεινούς έχει μάτια θολά και πολλές φορές αλλοίθωρα (Vrettakos) |
    • τον κοίταξε με τα μάτια σαν αλλοίθωρα, με το στόμα μισάνοιχτο (Kokkinos) |
    • σε κοίταζε από πολύ κοντά με τ' αλλοίθωρα μάτια της τρέλας (Myriv) |
    • folks. το μάτι σου τ' αλλοίθωρο | που βλέπει τον ανήφορο (Theros) |
    • poem με τα μάτια τ' αλλοίθωρα | με κοιτάζουν σωπαίνοντας (Skipis)

[fr MG αλλοίθωρος, cpd w. -θωρος of adjs such as MG αγριόθωρος & ModG ασπρόθωρος, μονόθωρος, ξέθωρος etc; AG ὁμοθέωρος, προ-θέωρος, πρωτο-θέωρος, φιλοθέωρος etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοίμονο s. αλίμονο.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιούμαι [aliúme] αλλοιούται, sg pr (L)
  • be subject to change, be changed, deteriorate:
    • ούτε αλλοιούται διόλου το γνώριμό του σχήμα (Papatsonis)

[fr AG ἀλλοιούμαι: ἀλλοιῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιούμενος, -η, -ο [aliúmenos] (L)
  • ① changing:
    • η χιουμοριστική έκφραση ... στηρίζεται απάνω στην ευχέρεια του ηθοποιού να μετακινήται απεριόριστα μέσα στο χώρο, να πλαισιώνεται σε περιβάλλοντα συνεχώς αλλοιούμενα (Athanasiadis-N) |
    • poem νυχτερινές οράσεις των χρυσοπαγών αστερισμών, | πεποικιλμένες με φάσεις της σελήνης, | τις ανά πάσαν ώραν αλλοιούμενες (Papatsonis)
  • ② perishable (syn που υφίσταται αλλοίωση):
    • αλλοιούμενα εφόδια perishable supplies

[prp αλλοιούμενος of AG, K ἀλλοιοῦμαι: ἀλλοιῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες