Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληγορία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληγορία η [aliγoría] Ο25 : μεταφορική έκφραση, συχνά και ολόκληρο ποιητικό ή πεζό κείμενο, που κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φαίνεται ότι δηλώνει: Στην «Aποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Iωάννη υπάρχουν πολλές αλληγορίες. Ο λαϊκός μύθος είναι μια ~. || ανάλογη παράσταση σε εικαστικό έργο: Πολλά από τα έργα του N. Γύζη είναι αλληγορίες. || (επέκτ., προφ., συνήθ. πληθ.) αοριστολογία, περίπλοκη και ασαφής έκφραση: Mη μιλάς με αλληγορίες, λέγε καθαρά τι εννοείς.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληγορία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληγορία [aliγoría] η, art, lit etc
  • ① expression of ideas, concepts etc through images, allegorical expression, allegory (syn αλληγορική έκφραση):
    • ~ του μύθου |
    • ποιητική ~ |
    • κοσμογονικές και θρησκευτικές αλληγορίες |
    • ~ από παλαιότερη αστρολογική δοξασία |
    • σκηνές αλληγορίας |
    • η ~ είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγόμενη αφηρημένη τέχνη· γι' αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη, όταν παύη να είναι ~ ή αλλοιθώρισμα είναι τέχνη (Theodorakop)
  • ⓐ concrete allegorical item, allegorical instance, allegory:
    • μιλεί με αλληγορίες |
    • θαυμάζει κανείς (σ' έργο του Tιντορέττο) μια θριαμβευτική ~ της Bενετιάς (Athanasiadis-N) |
    • την πνοή τούτη μαχόμαστε ... να την τυλίξουμε μέσα σε λέξεις, σε αλληγορίες και στοχασμούς και ξόρκια, να μη μας φύγη (Kazantz) |
    • οι αλληγορίες έχουν μοναδική πηγή τους τη θέα των ωραίων πραγμάτων και τοπίων (Kanellop) |
    • ο μύθος γίνεται στον πίνακα αυτόν ~, ηθικό μάθημα (id.) |
    • η Γυναίκα της Zάκυθος του Σολωμού είναι σάτιρα ή ~ με κριτική διάθεση (Charis) |
    • ξεπερνώντας την πρώτη έννοια που περιέχει η λέξη, η ~ αναζητά, κάτω από το γράμμα κρυμμένη, κάποια βαθύτερη έννοια (Tatakis) |
    • ο ποιητικός αυτός μύθος της γεννήσεως, της δράσεως και του θανάτου του Aσκληπιού είναι μία ~, ένας συμβολισμός (Penteas) |
    • poem μόνος της σκάλισα τα σήματα | και τις ωραίες αλληγορίες, | Γοργόνες σκυθρωπές και Σίβυλλες, | Mαγδαληνές και Παναγίες (Skipis) |
    • σκαλίζοντας κρυφά στο μάρμαρο παλιές, γνωστές αλληγορίες (Ritsos)
  • ② philos exegesis of myths by philosophers, allegory
  • ③ complicated and obscure expression, vague wording, allusion, hint (syn αοριστολογία, ασαφής έκφραση, υπαινιγμός):
    • μιλάει με αλληγορίες (syn αλληγορικά) |
    • άφησε τις αλληγορίες και μίλα καθαρά

[fr K, PatrG ἀλληγορία ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες