Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακινητών -ούσα -ούν
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακινητών, -ούσα, -ούν [acinitón] (L)
  • not moving, still:
    • απ' όλες τις ισπανικές πολιτείες η πιο που μου φαίνεται σαν ακινητούσα ... είναι το Σαντιάγο της Kομποστέλας (Papatsonis)

[prp of ακινητώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες