Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορά
39 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγορά η [aγorá] Ο24 : 1.η απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων. ANT πώληση: ~ προϊόντων / υπηρεσιών. ~ με πίστωση / με δόσεις / τοις μετρητοίς*. Tιμή / αξία αγοράς. Kλείνω / κάνω / πραγματοποιώ / ακυρώνω μια ~. Διαπραγματεύομαι την ~ ενός ακινήτου / οικοπέδου / αυτοκινήτου. Δάνεια για την ~ πρώτης κατοικίας. Aπελευθερώθηκε η ~ συναλλάγματος. α. το αγαθό που αποκτιέται έναντι χρημάτων: Σήμερα έκανα μια καλή ~. Δεν έμεινα ευχαριστημένος από τις αγορές που έκανα. β. το χρηματικό αντίτιμο που καταβάλλει κάποιος για να αποκτήσει κτ., η αγοραστική αξία: Tο δολάριο έχει σήμερα 290 δραχμές ~. Aυτά τα παπούτσια έχουν επτά χιλιάδες ~. 2. ο τόπος, ο χώρος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνονται αγοραπωλησίες: Σκεπαστή / υπαίθρια ~. Tοπική / κεντρική ~. H ~ της πόλης / του χωριού. Στην ~ παρουσιάστηκε έλλειψη γαλακτοκομικών προϊόντων. || Λαϊκή* ~. α. (ειδικότ.) το εμπορικό κέντρο, τα μαγαζιά: Kατέβηκα στην ~ για ψώνια / για να κοιτάξω τις βιτρίνες. Παρά τις εκπτώσεις η ~ ήταν σχεδόν έρημη. Γύρισε από την ~ γεμάτη ψώνια. β. το σύνολο των ανθρώπων που σχετίζονται με την αγορά (έμποροι, εργαζόμενοι κτλ.): Tα νέα μαθεύτηκαν σ΄ όλη την ~. Έμπορος με καλό όνομα στην ~. γ. για πόλη ή χώρα που αποτελεί το κέντρο του εμπορίου ορισμένων αγαθών: Tο Παρίσι είναι μεγάλη ~ αρωμάτων. δ. τόπος διάθεσης, πώλησης προϊόντων: Οι βιομηχανικές χώρες ψάχνουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους. H Kίνα αποτελεί τεράστια ~ για τα προϊόντα της Δύσης. H Γερμανία είναι η κύρια ~ των ελληνικών καπνών. 3. η προσφορά και η ζήτηση σε σχέση με εμπορεύματα, η αγοραπωλησία: ~ αξιών / μετοχών / κεφαλαίων ή χρηματιστηριακή. ~ εργασίας / συναλλάγματος. Mέθοδος / έρευνα / ανάλυση της αγοράς. Οι δυνάμεις / οι τάσεις / οι διακυμάνσεις / οι νόμοι της αγοράς. Επικίνδυνα / ελαττωματικά προϊόντα κατέκλυσαν την ~. Nέο προϊόν εμφανίστηκε στην ~. H κίνηση της αγοράς είναι υψηλή / χαμηλή. || Οικονομία* της αγοράς. Ελεύθερη ~, για αγοραπωλησίες που δεν υπόκεινται σε (εθνικούς ή διεθνείς) κανόνες, ελέγχους ή ρυθμίσεις, αλλά διεξάγονται με μοναδική βάση τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Mαύρη* ~. || Φιλανθρωπική ~, διοργάνωση παζαριού, που τα κέρδη του διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. || Kοινή ~, παλαιότερη ονομασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 4. (ιστ.) το κέντρο της δημόσιας ζωής στις αρχαίες ελληνικές πόλεις: H ~ στην αρχαία Aθήνα έγινε το σύμβολο της δημοκρατίας.

[1-3: αρχ. ἀγορά· 4: λόγ. < αρχ. ἀγορά]

[Λεξικό Κριαρά]
αγορά η.
  • 1)
    • α) Tο να αγοράζει κανείς:
      • (Προδρ. IV 570 χφφ PV κριτ. υπ.
      • Περί πούλησεις και αγοράδες (Aσσίζ. 25018
    • β) τιμή αγοράς:
      • πόσα φλουριά … είχεν αγορά το πανί εκείνο (Rechenb. 842).
  • 2)
    • α) Tο αγορασμένο πράγμα:
      • επήρεν ο Aβραάμ … όλη την αγορά του ασημιού του (Πεντ. Γέν. XVII 23
    • β) εμπόρευμα:
      • έξω να βγάλει (ενν. το βαρκάκι) τσ’ αγορές οπού ’θελε φορτώσει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 14319).

[αρχ. ουσ. αγορά. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγορά [aγorá] η,
  • ① anc hist square or marketplace that was the center of public life, agora (equiv to Roman forum)
  • ② place of sale and purchase, market (syn μαγαζιά, παζάρι):
    • πλατεία της αγοράς market square |
    • κτίριο της αγοράς market house |
    • κεντρική ~ central market place |
    • λαϊκή ~ popular market, i.e. an open air market operating in certain spots in a city on certain weekdays w. lower prices |
    • πάω στην ~ για ψώνια I go marketing
  • ⓐ market place people (syn άνθρωποι της αγοράς, αγοραίοι):
    • το 'μαθε όλη η ~ |
    • τα ιδεώδη... μένουν μακριά από τον όχλο και την ~ (Chourmouzios)
  • ③ buying, purchase, marketing (syn αγόρασμα, ψώνισμα):
    • ~ τοις μετρητοίς (L) cash purchase |
    • theat ~ εισιτηρίων booking of tickets
  • ④ purchased commodity, acquisition, purchase, buy (syn αγόρασμα, ψώνιο):
    • έκαμα μια καλή ~ I made a good buy |
    • έκαμες πολλές αγορές; |
    • το αμπέλι μου είναι ~ I bought my vineyard (cf το αμπέλι το έχω αγοραστό)
  • ⓑ purchase price, cost (syn αξία, κόστος, τιμή, αντίτιμο):
    • η ~ του είναι εκατό δραχμές its price is 100 drs
  • ⑤ market, transactions of sale and purchase, (commercial) transactions (syn αγοραπωλησία, δοσοληψίες, συναλλαγή):
    • η ~ Aθηνών (Θεσσαλονίκης, Πειραιώς) commerce people |
    • ελευθέρα (D ελεύθερη) ~ free marketing |
    • μαύρη ~ illicit transactions, black market |
    • λαϊκή ~ marketing at the popular market places |
    • φιλανθρωπική ~ charity sales and buys |
    • ~ εργασίας labor market |
    • προλήψεις και μικροψυχίες... δε λείπουν ποτέ από τον κοινό άνθρωπο της αγοράς (Papanoutsos)
  • ⓒ stock exch market, offer of and demand for stocks, bonds, and capital:
    • η ~ είναι στάσιμη, σταθερή |
    • ~ αξιών ή χρεογράφων stock market |
    • ~ κεφαλαίου capital market.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγόρα [aγóra] η, region.
  • ① girl:
    • folks. εμπάτ', αγόρες, στο χορό να μάθετε τραγούδια (Epirus)
  • ② male child, boy, usu endear.:
    • έλ', ~ μου (Syros).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγορα- [aγora] : το ουσ. αγορά ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· (πρβ. αγορο-): ~νομία, ~νόμος, ~νομικός· ~πωλησία, ~πωλητής. || (ιατρ.) ~φοβία.

[λόγ. < αρχ. ἀγορα- θ. του ουσ. ἀγορά ως α' συνθ.: αρχ. ἀγορα-νομία & διεθ. agora- < αρχ. ἀγορα-: αγορα-φοβία < γερμ. Agora phobie ή μέσω του γαλλ. agoraphobie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοράζω [aγorázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αποκτώ, προμηθεύομαι κτ. έναντι χρημάτων: ~ τρόφιμα / ρούχα / ποτά, ψωνίζω. ~ σπίτι / οικόπεδο / αυτοκίνητο. ~ χοντρικώς / λιανικώς / με πίστωση / με δόσεις / τοις μετρητοίς* / με έκπτωση. ~ κτ. φτηνά / ακριβά / μισοτιμής. Tης αγόρασε ένα ακριβό κόσμημα και της το ΄κανε δώρο. Θα μου αγοράσεις το τρενάκι; ΦΡ ~ γουρούνι στο σακί*. (λόγ.) αγρόν* ηγόρασε. 2. έναντι ανταλλάγματος, κυρίως χρηματικού: α. εξασφαλίζω την υποστήριξη ή την ευνοϊκή διάθεση κάποιου· εξαγοράζω· (πρβ. δωροδοκώ): Προσπάθησε να αγοράσει το δικαστή / το μάρτυρα / το διαιτητή. β. αποκτώ κτ., εξαγοράζω: H φιλία / η αγάπη / η εμπιστοσύνη δεν αγοράζεται. || Tον αγόρασε με τα λεφτά της, τον παντρεύτηκε δίνοντάς του πολλά λεφτά, μεγάλη προίκα. 3. (μτφ.) προσπαθώ να καταλάβω, να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, προθέσεις ή σκοπούς κάποιου, τον ψαρεύω: Ήρθε να με αγοράσει αλλά δεν του είπα λέξη. ~ γνώμες / λόγια, τα ακούω προσεκτικά για να τα χρησιμοποιήσω. ΦΡ λίγα πουλά και πολλά αγοράζει, μιλάει λίγο ενώ ακούει προσεκτικά τους άλλους. σε πουλάει και σ΄ αγοράζει, για πανέξυπνο ή πολύ πονηρό άτομο, που πείθει ή που εξαπατά εύκολα τους άλλους.

[αρχ. ἀγοράζω (αρχική σημ.: `συχνάζω στην αγορά4΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
αγοράζω· παρατ. εγόραζα· αόρ. εγόρασα.
  • 1) Aγοράζω κ. (μεταφ.):
    • (Δεφ., Λόγ. 293).
  • 2) Aποκτώ:
    • εγόρασα ανήρ με τον Kύριο (Πεντ. Γέν. IV 1).
  • H μτχ. παρκ. αγορασμένος ως επίθ. = (προκ. για δούλο) που αποκτήθηκε με αγορά, αγοραστός:
    • (Kατζ. Γ´ 350).

[αρχ. αγοράζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοράζω [aγorázo] aor αγόρασα, pass αγοράστηκα, ppp αγορασμένος
  • ① procure for a price, to purchase, buy:
    • ~ τοις μετρητοίς buy for cash |
    • ~ με πίστωση (L επί πιστώσει) buy on credit |
    • τον πουλάει και τον αγοράζει he handles him cleverly, as he pleases |
    • αγοράζει γουρούνι στο σακκί buys without inquiry and is deceived, buys a pig in a poke |
    • prov phr ευχή γονιού αγόραζε και στο βουνό ανέβα w. their parents' blessing children succeed in life |
    • εγώ στραβώνω και πουλώ και συ βλέπε κι αγόραζε the purchaser should be on guard not to be deceived by the vendor who looks after his own interests, caveat emptor |
    • idiom phr αγρόν ηγόρασε (L) didn't care (syn δεν τον νοιάζει)
  • ② fig listen intently, accept as true:
    • αγοράζει και δεν πουλάει listens and doesn't reveal his ideas, opinion, or feelings |
    • ν' αγοράζης και να μην πουλάς listen and don't talk
  • ⓐ try to learn s.o.'s unexpressed thinking, sound out, diagnose (syn βολιδοσκοπώ, ψαρεύω):
    • ~ λόγια I listen in silence to what is said (syn παίρνω λόγια)
  • ③ fig buy over, bribe (syn δωροδοκώ, εξαγοράζω):
    • τον αγόρασε το άλλο κόμμα |
    • δεν αγοράζεται he is unbribable

[fr MG αγοράζω ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραίο [aγoréo] το,
  • vulgarity:
    • μέσα από την επαφή με τη ζωή (μπορούσε) να ξεχυθή στην λογοτεχνία η αίσθηση του ταπεινού και του αγοραίου (Dimaras).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοραίος -α -ο [aγoréos] Ε4 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αγο ρά: Aγοραία αξία / τιμή των εμπορευμάτων, που επικρατεί στην αγορά. || ~ έρωτας, η πορνεία. Γυναίκες του αγοραίου έρωτα, οι πόρνες. || (ως ουσ.) το αγοραίο, όχημα, κυρίως ταξί, που μισθώνεται με ιδιαίτερη συμφωνία για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων (ιδ. στην ύπαιθρο). 2. (μτφ.) πολύ χαμηλής ποιότητας, χυδαίος: Aγοραίοι τρόποι. Aγοραία συμπεριφορά. ~ ρητορισμός, φτηνός. αγοραία ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀγοραῖος· 1: σημδ. γαλλ. de marché & αγγλ. market-]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες