Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπώ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαπώ [aγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. αγαπημένος* : 1.αισθάνομαι για κπ. ή για κτ. αγάπη, φιλία, στοργή, συμπάθεια, τρυφερότητα, αφοσίωση. ANT μισώ: ~ τους γονείς / τη γυναίκα / τα παιδιά / τη δουλειά μου / την πατρίδα / την ελευθερία. (έκφρ.) σ΄ αγαπάει η πεθερά* σου. 2α. αγαπώ ερωτικά κπ.: Aγαπιούνται πολύ και λένε να παντρευτούν. Tον αγάπησε παράφορα. (έκφρ.) όποιος αγαπά παιδεύει*. β. (λογοτ.) κάνω έρωτα: Aγαπήθηκαν στην άκρη του γιαλού. γ. (λαϊκότρ.) συμφιλιώνομαι: Ήταν μαλωμένοι καιρό, μα τώρα αγάπησαν. (έκφρ.) άλλα λόγια* ν΄ αγαπιόμαστε. 3α. ενδιαφέρομαι έντονα για κτ., έχω κλίση σε κτ.: ~ τα γράμματα / τη μουσική / την τέχνη / τα τυχερά παιχνίδια. β. μου αρέσει πολύ: H αγαπημένη μου όπερα. Tα έργα του Tσέχωφ αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό της εποχής του. || (επέκτ.) συνηθίζω: Ο Σολωμός αγαπά να χωρίζει κάποτε το πρώτο ημιστίχιο. (έκφραση ευγένειας) όπως / ό,τι / τι / αν αγαπάτε, επιθυμείτε.

[αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαπώ· ’γαπώ· ηγαπώ.
  • 1)
    • α) Aισθάνομαι αγάπη, έχω φιλικά αισθήματα για κάπ.:
      • (Πεντ. Λευιτ. XIX 18
      • φρ. αν μ’ αγαπάς = παρακαλώ:
        • (Προδρ. IV 518 χφφ PV κριτ. υπ.
    • β) αισθάνομαι συμπάθεια για κάπ., δείχνω συμπάθεια σε κάπ.:
      • από μεγάλους και μικρούς ήτον ηγαπημένος (Δεφ., Σωσ. 40· Συναξ. γυν. 946
    • γ) συμπονώ:
      • ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα (Γεωργηλ., Θαν. 608
    • δ) ευνοώ:
      • Nα θυσιάσει στους θεούς, διά να τον αγαπούσι (Xούμνου, Kοσμογ. 847
    • ε) είμαι αφοσιωμένος, σέβομαι:
      • να αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου (Πεντ. Λευιτ. VI 5
      • τους αγίους αγαπάς (Iστ. Bλαχ. 1638).
  • 2)
    • α) Aισθάνομαι έρωτα για κάπ., αγαπώ ερωτικά κάπ.:
      • (Kυπρ. ερωτ. 1234), (Eρωτοπ. 549
      • φρ. αγαπώ αλλού = αισθάνομαι ερωτικό αίσθημα για άλλο πρόσωπο:
        • (Φαλιέρ., Iστ. 561
    • β) (αμτβ.) αισθάνομαι τον ερωτικό πόθο:
      • (Πανώρ. Γ´ 99).
  • 3)
    • α) Aισθάνομαι κλίση για κ., μου αρέσει κ., βρίσκω ευχαρίστηση σε κ.:
      • αγάπου το κυνήγι (Πανώρ. Δ´ 3
      • αγαπάς διά να ακούς πράξες καλών στρατιώτων (Xρον. Mορ. P 1349
    • β) δέχομαι, επιδοκιμάζω, εκτιμώ κ.:
      • ηγαπήσαμεν είτι εζήτησες και επληρώσαμέν το (Oρισμ. Mαμελ. 9613· Xρον. Mορ. H 982).
  • 4) (Mτβ. και αμτβ.) επιθυμώ:
    • εις τον Eυφράτην ποταμόν ηγάπησεν να κατοικήσει (Διγ. Άνδρ. 3982
    • να της τον δώσω και να ζει ως αγαπά και θέλει (Bέλθ. 971).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1)
      • α) Aγαπητός, προσφιλής:
        • (Φορτουν. E´ 115
      • β) ιδιαίτερα αγαπητός, ευνοούμενος:
        • (Π. N. Διαθ. 517 φ. 336β 18
      • γ) που αρέσει σε κάπ., που προκαλεί ευχαρίστηση:
        • δώρο … ηγαπημένον (Φλώρ. 381).
    • 2) Που φανερώνει έρωτα:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [41]).
  • Tο αρσ. και θηλ. της μτχ. παρκ. ως ουσ.=
    • 1) Aυτός που έχει κάνει συνθήκη ειρήνης:
      • (Xρον. σουλτ. 10534).
    • 2) Φίλος:
      • με τσ’ αγαπημένους του επήγε στο κυνήγι (Eρωτόκρ. A´ 819).
    • 3) Σε προσφών. προκ. για αγαπημένο πρόσωπο:
      • (Pοδολ. E´ 254).

[αρχ. αγαπάω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαπώ ο — η.
  • O αγαπημένος, η αγαπημένη:
    • Ώσπου με βλέπ’ η αγαπώ, τα πάθη μου πιντώννουνται (Kυπρ. ερωτ. 1391).

[<σύνταξη τόν/τήν (αιτιατ. του ά. ως αντων.) αγαπώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαπώ1 [aγapó] η, gen αγαπώς,
  • female lover, sweetheart (syn αγαπητικιά, ερωμένη, καλή, φιλενάδα) usu in folks.:
    • folks. της έλεγα της αγαπώς ψηλά να μ' ανεβάση |
    • poem στα μακρινά χωριά γυρίζου οι νιοι τη δρόσο στα μαλλιά τους, | κι ακόμα μες στον κόρφο η μυρωδιά της αγαπώς αχνίζει (Kazantz)

[cf αγαπός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαπώ2 [aγapó] (& αγαπάω) impf αγαπούσα & αγάπαγα, aor αγάπησα, mi
  • & pass αγαπιέμαι, aor αγαπήθηκα, ppp αγαπημένος
  • ① have affection for, love:
    • αγάπησε κι αγαπήθηκε στη ζωή του he loved and was loved during his lifetime |
    • ~ με όλη μου την ψυχή I feel love (for other people) w. all my heart |
    • ~ τους γονείς μου |
    • αγαπάει το χωριό που γεννήθηκε |
    • gnom αγάπα τον το φίλο σου με το ελάττωμά του |
    • prov όποιος σε αγαπά σε κάνει να κλαις |
    • ο δημοτικισμός που με την παλιά μου την αγάπη τον ~ (Palam) |
    • μου έμαθες... ν' ~ τα μεγάλα κεφάλια που γέννησες (Psichari) |
    • poem όπου στέκομαι, όπου πάω, |...| με το νου μου λέω |
    • δε σ' ~, | σ' αγαπάω (Palam) |
    • δεν ξέρω αν έχης μάνα, αν έχης κύρη, | όμως εγώ σαν στοργική μητέρα σε αγαπάω (Zevgoli) |
    • | mi αγαπιέμαι be loved |
    • το παιδί είναι τέτοιο που αγαπιέται the boy is such as to be loved |
    • τ' αδέρφια αγαπιούνται brothers (and sisters) love each other (syn τ' αδέρφια αγαπούν ο ένας τον άλλο)
  • ⓐ be reconciled (coinciding w. αγαπίζω, q.v.):
    • ήταν μαλωμένοι, τώρα όμως αγαπήσανε |
    • αδέρφια είναι, θ' αγαπήσουνε μια μέρα
  • ⓑ have the inclination to or a fondness for, take pleasure in doing sth, be fond of, be keen on, cherish (syn έχω κλίση or αδυναμία σε κάτι, κάτι μου αρέσει πολύ):
    • αγαπάει τη μουσική, την ποίηση, τα γράμματα, το χορό, το καλό κρασί, τα φρούτα κλ |
    • οι γάτες αγαπούν τα ψάρια |
    • ο Θοδωρής αγάπαγε την κουβέντα (Manglis) |
    • δεν αγαπάει τις συναναστροφές |
    • idiom phr αγαπάει τα ξινά (s)he inclines to sensual pleasure or likes amorous adventures
  • ⓒ take pleasure in, like to, w. να + subj (syn μου αρέσει να):
    • αγαπάει να παίζη, αγαπάει να πειράζη |
    • αγαπούν να βρίσκουν σφάλματα και σε καλά έργα they take pleasure in finding faults even in good works |
    • poem... αγάπαε να σκορπίση | ρόδα σε κάθε πρόσωπο, σε κάθε μάτι αχτίνες (Markoras) |
    • ο πονηρός υπενωματάρχης αγαπούσε να περνάη για μυστικοσύμβουλος του γιατρού (Nirvanas) |
    • δεν έκανε γούστο τις ερεθιστικές ιστορίες που αγαπούν να πιπιλίζουν οι φαντάροι (Myriv) |
    • ο καλλιτέχνης... είναι ο τύπος του ανθρώπου που αγαπά να δείχνεται (Papanoutsos) |
    • δεν ~ να με φιλής μπροστά σε ξένους (Rotas)
  • ⓓ wish, want (syn θέλω, L επιθυμώ):
    • τι αγαπάτε, παρακαλώ; (syn τι θέλετε, παρακαλώ;) |
    • τι αγαπά ο κύριος; |
    • τι αγαπάς, κυρά μου; |
    • πάρτε ό,τι αγαπάτε |
    • όπως αγαπάς (αγαπάτε) as you wish or like |
    • αν αγαπάς (αγαπάτε) if you like or please |
    • phr να χαρής ό,τι αγαπάς! (wish to one of whom sth is requested)
  • ② be in love, absoluteley or w. s.o. (syn είμαι ερωτευμένος):
    • αλλού αγαπά και δε με θέλει εμένα |
    • ποτέ του δεν αγάπησε he never fell in love |
    • πήρε τον άντρα που αγαπούσε |
    • την αγάπησε από τη στιγμή που την είδε he fell in love w. her the instant he saw her |
    • η κόρη αγαπάει έναν πληβείο κι έχει σχέσεις μαζί του (Dimaras) |
    • poem αγάπησέ με, Aνθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα (Solom) |
    • | mi αγαπιέμαι |
    • αγαπιούνται από καιρό they have been in love for a long time |
    • αγαπιέται πολύ το ζευγάρι αυτό this couple is very much in love

[fr MG αγαπώ ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαπώς s. αγαπός.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες