Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αβγόν το· αβγό.
  • Aβγό:
    • έψησον αβγόν ροφητόν (Oρνεοσ. 57930).

[συνεκφ. τα ωά (>ταουά >ταουγά >ταβγά >τ’ αβγόν). H λ. το 12. αι. (βλ. και LBG, λ. αυγόν), στο Meursius (αυ‑) και σήμ. (ό)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες