Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβασταγιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβασταγιά [avastayá] η, (& αβασταξιά)
  • impatience (syn ανυπομονησία):
    • Πότε μ' υπομονή και ζήλο [...] πότε μ' ~ και φούρια σαν τον Kαψάλη (Prevelakis) |
    • μήτε και που δυνόντανε πια ο Σκελετόβραχος να κρύψη την αβασταξιά του (Vlami).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες