Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβασταγιά [avastayá] η, (& αβασταξιά)
- impatience (syn ανυπομονησία):
- Πότε μ' υπομονή και ζήλο [...] πότε μ' ~ και φούρια σαν τον Kαψάλη (Prevelakis) |
- μήτε και που δυνόντανε πια ο Σκελετόβραχος να κρύψη την αβασταξιά του (Vlami).
- impatience (syn ανυπομονησία):