Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβασγικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αβασγικός, επίθ.· αιτιατ. πληθ. αβασγίκους, (Διγ. Z 2220).
  • Που προέρχεται από την Αβασγία του Εύξεινου Πόντου (περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας):
    • ιεράκια τα αβασγικά (Ορνεοσ. 57825).

[<τοπων. Αβασγία (6. αι., DGE) + κατάλ. ικός. Η λ. στο Steph. (λ. Αβασγία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες