Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαντάτζιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αβαντάτζιον το· αβατάντζιον.
  • Προνόμιο και κέρδος που προέρχεται από αυτό:
    • να έχει πολλά κέρδη λεγόμενα αβαντάτζια (Aσσίζ. 27925).

[<γαλλ. avantage· πβ. και ιταλ. avvantagio. Η λ. στο Du Cange. T. αβαττάτζια τα σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες