Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάρα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβάρα [avára] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα το οποίο αντιστοιχεί στην προστακτική απομάκρυνε: ~, να μη χτυπήσουμε στο βράχο. ~ από δω, φύγε γρήγορα, στρίβε. || (ως ουσ.) στις ΦΡ κάνω / βάζω ~, αβαράρω.

[αβαρ(άρω) (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβάρα [avára] η, naut
  • ① shoving-off (of craft to prevent collision):
    • κάνε ~! shove off |
    • βάλε ~ με το κουπί! shove off w. the oar
  • ② prop, support.
[Λεξικό Γεωργακά]
αβαράρισμα s. αβάρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβαράρω [avaráro] Ρ6α : (ναυτ.) απομακρύνω βάρκα ή μικρό πλοίο από κάποιο σημείο, σπρώχνοντας με τα χέρια ή με το κουπί: Mπαίνουνε στις βάρκες και αβαράρουν.

[ιταλ. varar(e) με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-var > navar > n-avar] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβαράρω [avaráro] (& βαράρω) aor
  • αβαβάρισα, naut shove off (syn κάνω αβάρα, kath απωθώ):
    • αβάρα! (command) shove off! |
    • αβάρα αποδώ go away, fast! |
    • αβαράρισε τη βάρκα να μη χτυπήση το καράβι |
    • | intr μπαίνουνε στις βάρκες... κι αβαράρουν (Myriv) |
    • η φελούκα αβαράρισε κ' έφυγε σιγά σιγά (KRados)

[fr It varare 'launch'; imper αβάρα fr It imper vara]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες