Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάνης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αβάνης ο.
  • Συκοφάντης, καταδότης:
    • κακός αβάνης (Iστ. Bλαχ. 1312).

[<τουρκ. avan (Kαραποτόσογλου 1983: 366). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβάνης [avánis] ο,
  • calumniator, slanderer (syn συκοφάντης)

[fr Arab havan 'infidel, traitorous']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες