Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αΐδα η.
-
- α) Bοήθεια, ενίσχυση:
- ετύχαινε κι άλλοι ’δεκεί γι’ αΐδα τους να δράμου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 27510)·
- β) (σε επίκληση) βοήθεια!:
- «αΐδα!» να χουγιάζου (αυτ. 2943).
[<βεν. aida. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Bοήθεια, ενίσχυση:
[Λεξικό Κριαρά]
- αϊδάρω.
-
- Bοηθώ:
- Aϊδάρισέ με να ’γερθώ (Φορτουν. Γ´ 234).
[<βεν. aidar. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Bοηθώ: