Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβάρος, επίθ.
-
- Φιλάργυρος:
- άρχοντες αβάροι εκρύβανε τα στάρια (Xρον. σουλτ. 8532).
[<ιταλ. avaro]
- Φιλάργυρος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άβαρος [ávaros] ο,
- Avar. cpds:
- Aβαροσλάβοι Avars and Slavs, αβαροσλαβικός of Avars and Slavs.
- Avar. cpds:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβαρος -η -ο [ávaros] Ε5 : που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος.
[α- 1 βά ρ(ος) -ος (πρβ. αρχ. ἀβαρής)]