Παράλληλη αναζήτηση
35 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρέαρ το [fréar] Ο γεν. φρέατος, πληθ. φρέατα, γεν. φρεάτων : (λόγ.) το πηγάδι: Aρτεσιανό* ~.
[λόγ. < αρχ. φρέαρ `πηγάδι΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεάτιο το [freátio] Ο40 : 1. ειδικά κατασκευασμένο όρυγμα, που χρησιμεύει για την πρόσβαση σε υπονόμους, σε δίκτυα ύδρευσης κτλ. (για διόρθωση βλαβών, καθαρισμό κτλ.). 2. ο ειδικός χώρος στις πολυκατοικίες, μέσα στον οποίο κινείται το ασανσέρ.
[λόγ.: 1: ελνστ. φρεάτιον `μικρό πηγάδι΄· 2: σημδ. αγγλ. well]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεγάτα η [freγáta] & φρεγάδα η [freγáδa] Ο25 : 1. παλαιότερο τρικάταρτο, ιστιοφόρο, πολεμικό πλοίο. 2. σύγχρονο ανθυποβρυχιακό πλοίο συνοδείας. 3. (μτφ.) γυναίκα μεγαλόσωμη, στητή και καλοσχηματισμένη.
[ιταλ. fregata· μσν. *φρεγάδα (πρβ. μσν. φεργάδα με μετάθ. του [r] ) < βεν. fregada]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεζ [fréz] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της ώριμης φράουλας. || (ως ουσ.) το φρεζ, το χρώμα της ώριμης φράουλας, το φραουλί.
[λόγ. < γαλλ. fraise]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρέζα η [fréza] Ο25 : 1. εργαλειομηχανή για την κατεργασία ξύλου ή μετάλλου. || (επέκτ.) το κοπτικό εξάρτημα της εργαλειομηχανής. 2. γεωργικό μηχάνημα εξοπλισμένο με εξαρτήματα για πολλαπλές χρήσεις (όργωμα, αυλάκωμα, σβάρνισμα κτλ.). 3. (τεχν.) αντικείμενο ή τμήμα αντικειμένου με σχήμα κόλουρου κώνου: Tο κεφάλι της βίδας είναι ~.
[ιταλ. fresa < γαλλ. fraise]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεζαδόρος ο [frezaδóros] Ο18 : τεχνίτης ειδικευμένος στο χειρισμό της φρέζας1.
[φρέζ(α) -αδόρος (πρβ. ιταλ. fresatore)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεζάρισμα το [frezárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φρεζάρω.
[φρεζάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεζάρω [frezáro] -ομαι Ρ6 : κατεργάζομαι ξύλο ή μέταλλο με φρέζα.
[ιταλ. fresar(e) -ω < γαλλ. fraiser]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεζάτος -η -ο [frezátos] Ε3 : 1. (για ξύλο ή για μέταλλο) που τον έχουν δουλέψει στη φρέζα1. 2. που έχει σχήμα κόλουρου κώνου: Φρεζάτη βίδα, με κεφάλι σχήματος κόλουρου κώνου.
[φρέζ(α) -άτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεναπάτη η [frenapáti] Ο30 : (λόγ.) πλάνη του μυαλού, των αισθήσεων· ψευδαίσθηση, παραίσθηση.
[λόγ. < ελνστ. φρεν(απατῶ) `εξαπατώ΄ + απάτη κατά το σχ.: απατώ - απάτη]