Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κερατέα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κερατέα (I) η· κερατσία.
  • Το οπωροφόρο δέντρο χαρουπιά:
    • (Μαχ. 6410).

[μτγν. ουσ. κερατέα. Ο τ. <μτγν. ουσ. κερατία. Τ. τερατσιά σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς)]

[Λεξικό Κριαρά]
κερατέα (II) η.
  • Χτύπημα με κέρατο:
    • ο βους … σείει το κεφάλιν του, κρούει τον κερατέα (Διήγ. παιδ. 1020).

[<ουσ. κέρατον + κατάλ. έα. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες