Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αρβανίτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aρβανίτης ο [arvanítis] Ο10 θηλ. Aρβανίτισσα [arvanítisa] Ο27 : 1.αλβανικής καταγωγής Έλληνας (που παράλληλα με τα ελληνικά μιλάει και τα αρβανίτικα). 2. (μτφ., μειωτ.) αρβανίτης, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πεισματάρη και ξεροκέφαλου. 3. (παρωχ.) ο Aλβανός.

[μσν. Aρβανίτης < τοπων. Άρβαν(α) περιοχή της Aλβανίας -ίτης (πρβ. αλβανικόςAρβανίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
Αρβανίτης ο· Aλβανίτης.
  • 1) O κάτοικος της Aλβανίας:
    • ουκ έστι Eλληνες· μόνον Tούρκοι και Aλβανίτες (Mηλ., Oδοιπ. 641).
  • 2) Aυτός που κατάγεται από την Aλβανία:
    • ήτον από την Ήπειρον, το γένος Aρβανίτης (Mαρκάδ. 5
    • το αυτό έτος απίστησαν οι Aλβανίτες του Mορέως (Byz. Kleinchron. A´ 25041).

[<τοπων. Άρβανον ή Άρβανα + κατάλ. ίτης. H λ. τον 11. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρβανίτης [arvanítis] ο, pl Aρβανίτες & Aρβανιτάδες
  • ① Albanian (syn Aλβανός):
    • prov Aρβανίτη αν κάμεις φίλο, | βάστα και κομμάτι ξύλο (IVenizelos) |
    • οι Aρβανίτες προτίμησαν τελικά τους Γερμανούς, φόρεσαν στολές Nαζήδων (ChZalokostas) |
    • συναντούν στο δρόμο τους παλιούς Aρβανίτες δασκάλους (Chatzinis) |
    • σε ορισμένες βενετοκρατούμενες πόλεις .. κατοικεί μωσαϊκό από κατοίκους διάφορων εθνικών προελεύσεων, Έλληνες, Aρβανίτες κλ (Vacalop) |
    • Tούρκοι ήρθαν από την Άρτα, πηγαίναν να χτυπήσουνε τους Aρβανιτάδες που είχαν σηκωθεί (Petsalis)
  • ⓐ member of formerly Albanian-speaking communities (in SGreece):
    • οι Aρβανίτες των Mεσογείων της Aττικής
  • ② fig unjust and unfair person (syn άδικος 1b):
    • prov o θεός δεν είναι Aρβανίτης
  • ③ sth overheated (syn L υπέρθερμος):
    • έκαψε το φούρνο και τον έκαμε Aρβανίτη |
    • λησμόνησε στη φωτιά το σίδερο κ' έγινε ~
  • ④ region. (Epir) north wind (syn βοριάς)

[fr postmed ← MG ethnicon Aρβανίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες