Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Αβασγίτης ο.
-
- Αβασγός·
- (ως επίθ.) που προέρχεται από την Αβασγία (πβ. αβασγικός):
- Δέδωκε μεν ο στρατηγός … χιονίδας ιέρακας δώδεκα Αβασγίτας (Διγ. Gr. 1856).
- (ως επίθ.) που προέρχεται από την Αβασγία (πβ. αβασγικός):
[<τοπων. Αβασγία + κατάλ. ‑ίτης]
- Αβασγός·