Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ίλα"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ίλα [íla] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· δηλώνει: α. δυσάρεστη οσμή (ή και γεύση, χρώμα): (ιδρώτας) ιδρωτίλα, (λάδι) λαδίλα, (τράγος) τραγίλα, (τσιγάρο) τσιγαρίλα· (πικρός) πικρίλα, (ξινός) ξινίλα, (κίτρινος) κιτρινίλα. β. δυσάρεστη κατάσταση: (σάπιος) σαπίλα.

[λατ. μετουσ. επίθημα -ile (< ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθήματος κτητ. επιθ. -ilis) με βάση ον. ζώων, δηλωτικό “περιοχής”, δηλ. στάβλου για το σχετικό ζώο: equile `στάβλος για άλογα΄ (< equus `άλογο΄), caprile `στάβλος για κατσίκες΄ (< capra `κατσίκα΄), bovile `στάβλος για βόδια΄, suile `στάβλος για γουρούνια΄ ή και μέσω του ιταλ. -ile με την ίδια λειτουργία: caprile, canile (για σκύλους), porcile (για γουρούνια), ίσως με τη βοήθεια εκφράσεων όπως odor di porcile `μυρωδιά στάβλου γουρουνιών΄· η τροπή [e > a] από επίδρ. αφηρημένων θηλ. ουσ. σε ή και από επίδραση των λ. μυρουδιά, βρόμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες