Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "στ' αλήθεια"
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αβαγιανός [avayanós] ο, (Lesbos & lit)
  • lavender (syn λεβάντα, dial βαγιά):
    • τα στολίζουνε (sc τα μοναστήρια) με μυρσίνες, με δάφνες και με αβαγιανούς (Kontoglou) |
    • το χρυσό κουβούκλι του επιτάφιου, χωμένο στους αβαγιανούς και στις βιόλες (Myriv) |
    • poem στ' αλήθεια ο άνεμος γονατίζει... | ν' αποθέση στα πόδια της Θεοτόκου ένα μάτσο από αβαγιανό και θυμάρι; (PKrinaios)

[fr *βαγιανός, der of βαγιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλήθεια, στ' [alíθja, st] adv phr
  • in reality, indeed, actually (syn αληθινά 2, στ' αληθινά, πραγματικά, τωόντι):
    • τι είναι (or τι γίνεται) ~~; what is it all about? |
    • ωραία ~~ ήταν έτσι |
    • κανείς ~~ δεν το ξέρει |
    • είναι ~~ φιλόσοφος |
    • ~ ~ δεν είναι φρόνιμο να πάει |
    • τι επιδιώκουμε ~ ~; |
    • τον απόφευγε ~ ~ |
    • και γιατί να μην ήταν ~ ~ εύθυμος; (Xenop) |
    • ήταν ~ ~ ανεχτίμητος σύντροφος (Myriv) |
    • τρελαίνεται και πνίγει ~ ~ τη γυναίκα του (Athanasiadis-N) |
    • αποκοιμήθηκε ~ ~ κι άρχιζε να ροχαλίζη εκ του φυσικού (id.) |
    • ~ ~ δεν θα έπρεπε να λέμε για τίποτε πως υπάρχει (Theodorakop) |
    • οι δήθεν ανεψιοί του ~ ~ ήταν εγγόνια του (Kanellop) |
    • μπορεί ο ποιητής να 'ναι στα σοβαρά και ~ ~ εχθρός του λαού (Chourmouzios) |
    • ~ ~ ο πασάς έκανε περισσότερα έργα απ' τα λόγια του (Kontoglou) |
    • άρχισαν να μεθοκοπούνε ~ ~ (Petsalis-D) |
    • λευτερωθήκαμε ~ ~; (Prevelakis)

[στ' αλήθεια is like στα ψέματα, στα σοβαρά, στα καλά σου but the expression is secondary; the MG μετ' αλήθεια (instead of earlier μετ' αληθείας) 'in truth' was taken by the speakers as με τ' αλήθεια (as μετά ψέματα 'with lies') and so τ' αλήθεια was creat]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλήθεια2 [alíθja] adv
  • ① it is true, it is so, to tell the truth, truly, really, actually, indeed (syn αληθινά, πραγματικά, σωστά, στ' αλήθεια):
    • τον είδα. - ~; |
    • ~, έτσι είναι; |
    • ~, κάτι ξέχασα να σου πω |
    • ~, λένε ότι ήρθε |
    • ~, είδα χτες τον αδερφό σου |
    • ~, γιατί δεν ήρθες; |
    • ~, δε μου λες; |
    • ~, κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου |
    • ~, περάσαμε ωραία στην εξοχή |
    • μεγάλη, ~, η θυσία |
    • το 'χε ~ σκοπό να το πει |
    • ~, πώς ήταν δυνατόν; |
    • κι ~ and indeed, e.g. ρώτησα· κι ~ ήταν ο Mωρεάς (Palam), κι ~ είχε αλλάξει η Aθήνα (Nirvanas) |
    • ~, όπως με βλέπεις και σε βλέπω it's just as true as we are looking at each other |
    • ο κινηματογράφος ήταν ~ η τέχνη της κίνησης (Athanasiadis-N) |
    • έργο της φιλοσοφίας ~ είναι να θέτη ... όλα τα ερωτήματα και τα θέματα (Tatakis) |
    • σκέπτομαι, ~, σημαίνει ψάχνω, αναζητώ κλ (id.) |
    • εντυπωσιάζει ~ η απλότητα της γλώσσας του προλόγου (Sotirakis) |
    • folks. ~ εγώ είμαι η γιόμορφη, εγώ είμαι η μαυρομάτα (Tzoumerka) |
    • poem είναι του χάρου πρόσκαιρος ο χωρισμός, ~ (Markoras) |
    • στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμε ~ | ότι γίναμε κιόλας καινούργιοι θεοί (GMylonogiannis)
  • ② in passing, incidentally, by the by, by the way:
    • ~ για πες μου τι έγινε |
    • ~ άκουσα ότι αρραβωνιάστηκε |
    • ~, βρήκαν τα κλεμμένα πράγματα;

[fr MG adv αλήθεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αληθινά [aliθiná] adv
  • in truth, truly, veritably:
    • ~ σου το λέω |
    • μίλα μου ~ |
    • φοβήθηκε ~ |
    • ~ έλεγε πως θα παντρευτεί |
    • ήταν ποιητής ~ πρωτότυπος |
    • ~ κλασικό έργο |
    • ~ ζωντανή γλώσσα |
    • ~ αυθεντικές περιγραφές |
    • γίνεται ~ σοβαρός |
    • ~ θαυμάσιο πάρκο |
    • ~ καλλιεργημένος |
    • ένας ~ τίμιος άνθρωπος |
    • μια γυναίκα ~ ευτυχισμένη |
    • προνόμιο κάθε ~ στοχαστικού ανθρώπου |
    • ατμόσφαιρα ~ πειστική |
    • ο θάνατος τον έδρεψε στη στιγμή τη γενναιότατη και την αληθινότερα επική της ζωής του (Palam) |
    • τιμούμε ~ τους άξιους (Charis) |
    • είστε ~ ελεύθεροι (Kazantz) |
    • βιβλία ... με περιεχόμενο ... ~ ανατρεπτικό (Dimaras) |
    • συμβολίζει τον παγκόσμο πόλεμο κατά τρόπον ~ μεγαλοφυή (Athanasiadis) |
    • η Mυτιλήνη έχει ~ όλη τη χάρη της Iταλίας (Ouranis) |
    • είναι ~ πιστός μοναχός (Bastias)
  • ⓐ actually, really, indeed (syn στ' αλήθεια, πραγματικά, πράγματι):
    • το ζεστό τής έκαμε ~ καλό |
    • θα 'ταν ~ κρίμα |
    • τι συμβαίνει; ~ κανείς δε φαίνεται να ξέρει |
    • ~ ήρθε ο γιος σου; |
    • οι σοφολογιότατοι ... ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα όπου ήταν μία φορά ζωντανή ...· κακό πράγμα βέβαια, και αν ήτον ~ δυνατόν (Solom) |
    • ~ οι ηθοποιοί δεν είναι παρά μηχανές, παρά νευρόσπαστα (Palam) |
    • είδες το ~ αυτό το όνειρο; (Kondylakis) |
    • εκεί (sc στην Aγγλία και στην Eλβετία) ~ δεν υπάρχει γραφειοκρατία (Panagiotop) |
    • ~ ήταν ένας άγριος πανικός (Myriv) |
    • αυτά δεν μας συγκινούσαν ~ (Theotokas) |
    • υπάρχουν τίμιοι και άτιμοι ~ (Sachinis) |
    • του χρωστούμε ~ χάρη (Chatzinis) |
    • αισθάνεται ~ εκείνο που παραστένει (Athanasiadis-N)

[fr MG αληθινά, der of αληθινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αληθινά, στ' [aliθiná, st] adv phr
  • actually, really, indeed (syn αληθινά, στ' αλήθεια):
    • ~ ~ σου το λέω |
    • folkt κόντεψε να πνιγεί ~ ~ |
    • ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα ~ ~ (Makryg) |
    • κοίταξε κατάματα το ναύτη να γνωρίση αν τα είπε με κακό σκοπό τα λόγια του, να προσβάλη ~ ~ (Karkavitsas) |
    • ~ ~ φουρκισμένος της γύρισε τις πλάτες και πήγε σιμά σε μιαν άλλη (Kovvatzis)

[fr phr εις τ' αληθινά; cf ant στα ψέματα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλουργίδα [aluryída] η, (L)
  • purple robe (syn πορφύρα):
    • poem στους αθανάτους τη θεόπρεπη | παράτησε ~ του Oλυμπίου (Palam) |
    • και μου είναι τάχα στ' αλήθεια τόσο ξένος | ο θρήνος τους, σαν η ~ του ίδιου αίματος | κι ο κατακόκκινος ποταμός μ' έχει κυκλώσει; (Papatsonis) |
    • την ώρα την ασύγκριτη του ηλιοβασιλεμάτου | να ο χαμηλός ο Aιγάλεως φοράει την ~ (Zevgoli) |
    • τον εμπαιγμό σου και τον κόλαφο ν' ασπροντυθώ σα βασιλιάδων ~ (TBarlas)

[fr AG, K, PatrG ἁλουργίς 'id.']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμελητέος, -α, -ο [amelitéos] (L)
  • negligible, unessential, insignificant, (syn ασήμαντος, ελάχιστος, επουσιώδης, τιποτένιος, ant αξιόλογος, σημαντικός, υπολογίσιμος):
    • αμελητέα ποσότητα (or ποσότης) a negligible quantity or entity |
    • αμελητέες ποσότητες math neglected quantities |
    • μας βλέπουν σαν αμελητέα ποσότητα |
    • ο Έλληνας περιηγητής στη Pόδο είναι αμελητέα ποσότητα (Floros) |
    • οι μη κατεστημένοι, οι ασυμβίβαστοι, οι ασυνθηκολόγητοι είναι αμελητέα ποσότης (Ploritis) |
    • ο αμερικανικός λαός σ' ένα μικρό, αλλά όχι αμελητέο ποσοστό του θα είναι απόγονος και των Eλλήνων (Theotokas) |
    • η διαφορά είναι αμελητέα |
    • οι τόκοι των τραπεζών είναι αμελητέοι (PSolomos) |
    • ~ παράγων factor to be neglected |
    • ~ αριθμός, αμελητέα διαφορά |
    • ~ λαός, ~ σύμμαχος |
    • αμελητέο γεγονός |
    • το βραβείο αυτό είναι πράγμα αμελητέο (Athanasiadis-N) |
    • αμελητέα υπόθεση, e.g. ο ιστορικός παράγοντας δεν είναι μια αμελητέα υπόθεση στην οργάνωση μιας υπεύθυνης ποιητικής συνείδησης (Sinop) |
    • αμελητέα εντύπωση, e.g. και οι εντυπώσεις του περαστικού δεν είναι αμελητέες (Terzakis) |
    • δεν είναι καθόλου αμελητέες οι αλογικές ορμές και τάσεις της ψυχής του ανθρώπου - φόβοι, πόθοι, πάθη (Despotop) |
    • φιλόσοφος με όχι αμελητέα επιρροή στη νεολαία (id.) |
    • η ποιότητα του στίχου του είναι εντελώς αμελητέα (Dimaras) |
    • το σώμα εδώ δεν είναι στ' αλήθεια τίποτε περισσότερο από ένα αμελητέο κάλυμμα της ψυχής (Kanellop)

[fr K, AG ἀμελητέος: ἀμελῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναθρεμμένος, -η, -ο [anaθreménos] (& αναθραμμένος)
  • ① raised, grown up (syn μεγαλωμένος, αναστημένος):
    • ~ στην αγκαλιά της μάνας του |
    • ~ σε ξένα χέρια |
    • παιδί μέσ' τα χάδια αναθρεμμένο |
    • ~ στο χωριό, σε νησί, στην Πόλη |
    • παιδί αναθρεμμένο στα πούπουλα |
    • τα παιδιά αναθρεμμένα κοντά στη γη |
    • ~ βασιλικά, ~ καλογερικά |
    • παλιός σπόρτσμαν ~ στην Aγγλία (Nirvanas) |
    • folks. κορμί μου κακορίζικο στα πάθη αναθρεμμένο (Passow) |
    • poem αναθραμμένος στην πολύκαρπη, την αρνομάνα Θράκη (Homer Il 11.222 Kaz-Kakr)
  • ② bred, trained, educated (syn εκπαιδευμένος, μορφωμένος):
    • ~ στη Δυτική Eυρώπη |
    • δημοσιογραφικά αναθρεμμένες ανώτερες τάξεις (στην Eλλάδα) (Chatzinis) |
    • ~ με το "μαντρακά και το καλέμι" θα ήταν τελειωμένος μάστορας, όταν έφτασε έφηβος στην Aθήνα (Despinis) |
    • ~ με τη λατρεία του επιστημονικού λογίζεσθαι (Tatakis)
  • ⓐ experienced in, imbued with:
    • δυο νέοι αναθρεμμένοι με την ποίηση και τη μουσική (Sachinis) |
    • αναθρεμμένοι με τα έργα της αρχαίας Eλλάδας και της Δύσης (Karantonis) |
    • ο ένας είναι ~ στ' αλήθεια μ' ελευθερία και άνεση .. ο φιλόσοφος (Theodorakop) |
    • ~ με τις παραδόσεις των παλαιών αρχόντων (Xenop) |
    • αγράμματοι οι περισσότεροι, αναθρεμμένοι μέσα στην αναταραχή των αγώνων, μάρτυρες της λευτεριάς (Panagiotop) |
    • η ψυχή τους αναθρεμμένη μέσα στη δεισιδαιμονία και το μυστήριο (Karkavitsa)

[fr MG *αναθραμμένος w. interference of the form αναθρέφω) ← K ἀνατεθραμμένος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανοώ [ananoó] (& region ανανογώ) 3sg ανανογάει, ipf ανανοούσα, pass ανανοούμαι, ανανογούμαι, ανανογιέμαι (& ανανοέμαι), 3sg ανανογιέται, ανανοέται & ανανογάται, ipf ανανογιούμουν, aor ανανοήθηκα & ανανογήθηκα, 3sg ανανοήθη & ανανογήθη (D)
  • ① meditate on, think (over or about) (syn αναλογίζομαι, συλλογίζομαι):
    • ανανογιέμαι την καταστροφή, το θάνατο |
    • πόσο πάλεψε ανανογιούμουν με θαμασμό, ο άνθρωπος αυτός (Kazantz) |
    • ανανογούμαι τη μοίρα της ρωμιοσύνης (Floros) |
    • poem χαμογελάει με θλίψη ο μαχητής, σκυφτός ανανογιέται | σαν τη λαφίνα πως τη σήκωσε στα χέρια λιγωμένη (Kazantz Od 4.1081) |
    • έσκυψε κι ανανοήθη, σα γριούλα |..| κι άρχισε το παραμύθι (Nirvanas)
  • ② understand, comprehend (syn αισθάνομαι, καταλαβαίνω, νοιώθω):
    • δεν ανανογήθηκε πως η γυναίκα του έλειπε από το σπίτι |
    • τον έπιασε φοβερή κρίση· .. η γειτόνισα αποδίπλα ανανογήθηκε· άνοιξε την πόρτα κι αφουγκράστηκε (Panagiotop) |
    • μόλις διακρίνω γύρω μου το ξένο δωμάτιο ανανοούμαι πού βρίσκομαι (ChZalokostas) |
    • την αρχαιότητα δεν θα την ανανοηθούμε, όσο την μνημονεύουμε μόνο τυπικά (Theodorakop) |
    • poem κι αυτή καρδιά στα στήθια της διπλήν ανανογάται καθώς χτυπάνε μέσα της του Λόγου τα φτερά (Sikel)
  • ③ recover consciousness (syn συνεφέρνω, αναπαίρνω, ανανήφω):
    • ανανοήθηκα από το μεθύσι, απ' τους πόνους |
    • σε μια στιγμή π' ανανοήθηκα είδα .. την πόρτα διάπλατα τεντωμένη και τη B. φευγάτη (Pasagiannis) |
    • η εποχή ανανοέται πότε-πότε και βλέπει, πως μ' όλη την τεχνική της ταχύτητα, στ' αλήθεια είναι πεδουκλωμένη (Theodorakop)
  • ④ wake up (syn ξυπνώ):
    • ο I. ανανογήθηκε πρώτος· άνοιξε τα μάτια του, ανασηκώθηκε, .. είδε τ' άλλα παιδιά να κοιμούνται (Panagiotop) |
    • poem .. την πρώτη μέρα που ανανοήθηκες, μπουμπούκι στο κλωνί (Malakasis)
  • ⑤ recall, remember, recollect (syn θυμάμαι):
    • ανανοήθηκα παλιούς καιρούς |
    • της Nίκης το φτερωτό κορμό το είχα δει στα ξένα μιαν ημέρα, και το ανανοούσα τώρα (IDragoumis) |
    • poem και τον ξανάκανε, χτυπώντας τον με το ραβδί της, γέρο, | .. ο χοιροβοσκός του | να μη τον δει κι ανανογιώντας τον το μυστικό δεν κρύψει (Homer Od 16.458 Kaz-Kakr)

[fr MG, LMG ανανοώ, cpd of pref ανα- & K νοῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλήθεια [apalíθja] adv
  • truly, really, indeed (syn phr στ' αλήθεια):
    • phr στ' ~, e.g. κι άλλες φορές, στ' ~, δεν είναι ούτε παιγνιδάκι, ούτε που φύσηξε ο αέρας το λαδολύχναρο πάνου απ' την κουκέτα (Plaskovitis)
  • ⓐ phr αλήθεια κι ~ for heaven's sake (s. η αλήθεια 1):
    • πήγαινε αποδώ, παλιοτραμπούκο, αλήθεια κι ~ (GIoannou)

[cpd fr K (NT) phr ἐπ' ἀληθείας 'truly']

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες