Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ξανάστροφος -η -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανάστροφος -η -ο [ksanástrofos] Ε5 : ανάστροφος, αναποδογυρισμένος. || (ως ουσ., οικ.) η ξανάστροφη, χαστούκι που δίνεται με το πίσω μέρος της παλάμης· ανάποδη: Θα σου δώσω μια ξανάστροφη, να καταλάβεις. ξανάστροφα ΕΠIΡΡ.

[μσν. ξανάστροφος < εξανάστροφος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ρ. ἐξαναστρέφ(ω) `αναποδογυρίζω΄ -ος (σύγκρ. στρέφω - στροφή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες