Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μητρικός 1 -ή -ό"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητρικός 1 -ή -ό [mitrikós] Ε1 : που ανήκει στη μητέρα ή που προέρχεται από αυτή: Mητρική συγγένεια / αγκαλιά / αγάπη / στοργή. Mητρικό γάλα / φίλτρο. Mητρική γλώσσα, η πρώτη που μαθαίνει ο άνθρωπος στο περιβάλλον που ζει, ιδίως από τους γονείς του. μητρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μητρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες