Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "καζουιστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζουιστικός -ή -ό [kazuistikós] Ε1 : (ηθ.) που αναφέρεται στη μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων. || (ως ουσ.) η καζουιστική, η μελέτη των προβλημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των ηθικών κανόνων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

[λόγ. < γαλλ. casuistique (-ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες