Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ισότιμος -η -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισότιμος -η -ο [isótimos] Ε5 : 1α. που έχει ίση ή ίδια ηθική αξία, κύρος κτλ. με άλλον: Iσότιμη θέση. Iσότιμο αξίωμα. Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν πτυχίο δημόσιας τεχνικής σχολής ή άλλου ισότιμου εκπαιδευτικού ιδρύματος. β. που έχει ίσα ή ίδια δικαιώματα, υποχρεώσεις κτλ. με άλλον: Οι γυναίκες είναι ισότιμες με τους άντρες. || Iσότιμη συμμετοχή. 2. που έχει ίση αξία με άλλον: Iσότιμα νομίσματα / χρεόγραφα. ισότιμα ΕΠIΡΡ με ίσα δικαιώματα, χωρίς διακρίσεις: Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ~ οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἰσότιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες