Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εξαμβλωματικός -ή -ό"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαμβλωματικός -ή -ό [eksamvlomatikós] Ε1 : που μοιάζει με εξάμβλωμα, που προκαλεί αποκρουστική εντύπωση: Εξαμβλωματική όψη / μορφή / εικόνα / κατασκευή.

[λόγ. εξαμβλωματ- (εξάμβλωμα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες