Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "γούλα (II)"
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γούλα (II) η.
  • α) Το φαγώσιμο τρυφερό κοτσάνι του λάχανου, του μαρουλιού κ.τ.ο. και ο βλαστός και η σαρκώδης γογγυλοειδής, σφαιρική κ.ά. ρίζα των τεύτλων:
    • καν ψωμίν ο κηπουρός να χόρταινα και γούλας (Προδρ. III 197-7 χφ P κριτ. υπ.
  • β) ονομασία διαφόρων ειδών λάχανου κ.τ.ο.:
    • τας γούλας τας χοντράς τάς λέγουνε κουρούκλες (Διήγ. παιδ. 602 και κριτ. υπ).

[<ουσ. γουλίν + κατάλ. α. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες