Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αστεροειδής -ής -ές"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστεροειδής -ής -ές [asteroiδís] Ε10 : 1.(λόγ.) που μοιάζει με αστέρι, με άστρο. 2. (ως ουσ.) ο αστεροειδής, καθένας από τους μικρούς πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος που είναι αόρατοι με γυμνό μάτι και των οποίων οι τροχιές βρίσκονται ως επί το πλείστον ανάμεσα στις τροχιές του Δία και του Άρη: Οι πρώτοι αστεροειδείς ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 19ου αι.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀστεροειδής, αρχ. σημ.: `έναστρος΄· 2: σημδ. γαλλ. astéroïde < ελνστ. ἀστεροειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες