Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικληρικός -ή -ό [andiklirikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από αντικληρικισμό: Aντικληρικές ιδέες / ενέργειες / αντιλήψεις.
αντικληρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + κληρικός μτφρδ. γαλλ. anticlérical < anti- = αντι- + clérical < μσνλατ. clericalis < clericus < clerus < ελνστ. κλῆρος (δες στο κλῆρος 2)]