Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάσητος -η -ο [amásitos] Ε5 : που δεν τον μάσησαν. ANT μασημένος: Aμάσητη τροφή, που δεν τη μάσησαν αρκετά ή καθόλου. Tρώει / καταπίνει το ψωμί αμάσητο. Mην κατεβάζεις αμάσητη την μπουκιά, γιατί θα πνιγείς.
[ελνστ. ἀμάσητος]