Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αδέσποτος, -η, -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδέσποτος, -η, -ο [a∂éspotos]
  • ① without owner, not owned, of unknown ownership, masterless, unclaimed, stray (syn αγνώστου κατόχου):
    • αδέσποτο πράγμα, πλοίο derelict object, ship |
    • ~ τόπος |
    • αδέσποτα δημόσια κτίρια |
    • αδέσποτο κινητό (πράγμα) |
    • τα αδέσποτα ακίνητα... ανήκουν στο δημόσιο (Christidis) |
    • αδέσποτα εδάφη |
    • κάμποι αδέσποτοι |
    • hist (Turkokratia) χωριά αδέσποτα, αδέσποτες εκτάσεις (mahlul) (Vacalop) |
    • ~ σκύλος stray dog |
    • μουλάρια αδέσποτα |
    • αδέσποτη σφαίρα stray bullet |
    • σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα |
    • έπεφταν αδέσποτα βλήματα γύρω από το σπίτι |
    • αδέσποτη βόμβα stray bomb |
    • αδέσποτη μαρτυρία bit of evidence of unknown origin |
    • θυμήθηκε... και το... αδέσποτο μοτίβο που... δεν έπαυε να του δέρνη το μυαλό (Psichari) |
    • στα χαρτιά του συγγραφέα βρίσκεται ένα αδέσποτο σημείωμα (Vlachogiannis) |
    • η νέα γλώσσα μας δεν είναι μια γλώσσα πρωτόγονη, αδέσποτη και ακαταλόγιστη, όπου μπορεί ο καθένας να κάνη... ό,τι του σφυρίξη (Theotokas) |
    • για τη ματεριαλιστική άποψη ο κόσμος είναι έδαφος αδέσποτο (Theodoridis) |
    • η αρετή είναι κάτι αδέσποτο· καταπώς την τιμάει ή την περιφρονάει ο καθένας θα μεταλάβη απ' αυτή πιο πολύ ή πιο λίγο (Theodorakop) |
    • poem σαν το γλαρόνι μέσα μου φτερούγιαζεν | αδέσποτη η ψυχή μου να πετάξη (Skipis) |
    • μα όλες οι τότε μου χαρές ήταν αδέσποτα πουλιά (Lapathiotis) |
    • οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας (Elytis) |
    • η σελήνη, αδέσποτη κόμισσα, | ξέχασε το επιχρυσωμένο αραβούργημά της (NPappas)
  • ② of unknown provenience, anonymous, unsubstantiated, unauthentic, unfounded, irresponsible (syn άγνωστος, αβάσιμος, ανεύθυνος):
    • αδέσποτη είδηση bit of news of unknown origin |
    • αδέσποτη φήμη unfounded rumor |
    • ήταν μια φήμη αδέσποτη κι ακράτητη που την ακολούθησαν διαταγές ορμητικές (Theotokas) |
    • είχε ανακοινωθή τότε από αδέσποτη, δηλαδή ανεύθυνη και κυβερνητική συνάμα, πηγή πως κλ (Christidis)

[fr K, AG ἀδέσποτος, cpd w. δεσπότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες