Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ώστε
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ώστε [óste] σύνδ. : I. αποτελεσματικός· εισάγει δευτερεύουσες αποτελεσματικές προτάσεις· συνήθ. προηγείται δεικτική αντωνυμία ή επίρρημα και παρουσιάζεται το επακόλουθο προηγούμενης πράξης ως: 1. (με οριστική) πραγματικό γεγονός: Σκοτάδι ήταν απλωμένο παντού, ~ δύσκολα μπορούσες να προχωρήσεις. || που: Tόσο του κακοφάνηκε, ~ αποφάσισε να μην τους ξαναδεί, που αποφάσισε… Mιλάει τόσο σιγά, ~ μόλις μπορείς να τον ακούσεις. 2. (με το θα και οριστική παρελθοντικού χρόνου) πιθανό ή δυνατό· που: Tόση ήταν η αγάπη του, ~ θα μπορούσε να κάνει γι΄ αυτούς οποιαδήποτε θυσία. 3. (με το να και υποτακτική) απλή σκέψη ή ενδεχόμενο: Δεν είναι τόσο ανόητος, ~ να τους πιστέψει. (λόγ. έκφρ.) ούτως* ~. || ως επεξήγηση: Δε βρέθηκε ακόμη ο τρόπος, ~ να βλέπουν οι τυφλοί, που να, δηλαδή να βλέπουν. II. συμπερασματικός· εισάγει κύριες προτάσεις που δηλώνουν πραγματικό ή λογικό συμπέρασμα ή επακόλουθο· συχνά μαζί με το σύνδεσμο λοιπόν· επομένως: Θα ξεκινήσει πολύ πρωί· ~ (λοιπόν) είναι μάλλον αδύνατο να τον ξεπροβοδίσουμε. || με έννοια προτροπής: Kλείδωσα όλες τις πόρτες· ~ να είστε ήσυχες και να μη φοβάστε καθόλου. || συχνά σε διάλογο: Aς ρωτήσουμε και κανένα περαστικό. -~ (λοιπόν) δεν είσαι σίγουρος, επομένως, δηλαδή δεν είσαι σίγουρος. III. με επιφωνηματική χρήση σε πρόταση κατακλείδα με την οποία ο ομιλητής δηλώνει: 1. απογοήτευση, στενοχώρια για κτ. που δεν επιδέχεται αλλαγή: ~ το έμαθαν! ~ δεν υπάρχει ελπίδα! 2. λύπη, έντονη αγανάκτηση: ~ (λοιπόν) αυτό είχες να πεις; ~ όλα ήταν ψέματα! ~ (λοιπόν) ως εδώ ήταν η συνεργασία μας; ~ έτσι ε;

[λόγ. < αρχ. ὥστε]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες