Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύλη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύλη η [íli] Ο30 : I1.συστατικό των σωμάτων με κύρια χαρακτηριστικά τον όγκο, το βάρος και τη μάζα: H δομή της ύλης. Οργανική / ανόργανη ~. Aνταλλαγή της ύλης. Iδιότητες της ύλης. H κυριαρχία του ανθρώπου πά νω στην ~. || Εύφλεκτες / εκρηκτικές ύλες. Συνθετική / τεχνητή ~. Yφαντικές ύλες. Γραφική ~. Πρώτες ύλες, όρος της οικονομίας για τα υλικά αγα θά της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων: H χώρα εξάγει πρώτες ύλες, κυρίως μεταλλεύματα, και εισάγει βιομηχανικά προϊόντα. Tο οινόπνευμα χρησιμοποιείται ως πρώτη ~ για την παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών. || τα υλικά αγαθά σε αντιδιαστολή προς τα πνευματικά. 2. (φιλοσ.) η πραγματικότητα που υπάρχει πέρα από τη συνείδηση του ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα. II. το σύνολο των θεμάτων τα οποία συνθέτουν το περιεχόμενο ενός εντύπου (βιβλίου, εφημερίδας κτλ.): Περιοδικό ποικίλης ύλης. Ο υπεύθυνος ύλης σε μια εφημερίδα. Οι κυριακάτικες εφημερίδες έχουν πλούσια ~. || Διδακτέα ~, τα θέματα τα οποία πρέπει να διδαχτούν κατά τη διάρκεια μιας σχολικής χρονιάς. (έκφρ.) εφ΄ όλης της ύλης, για όλες τις πλευρές ενός θέματος ή για όλα τα θέματα: Συζήτηση εφ΄ όλης της ύλης. (λόγ.) ο καθ΄ ύλην αρμόδιος, που είναι αρμόδιος σε / για κπ. συγκεκριμένον τομέα.

[λόγ.: I2: αρχ. ὕλη `δάσος, κομμένο ξύλο, υλικό (κυρ. ξύλο), ύλη (φιλοσ.)΄· Ι1, ΙΙ: σημδ. γαλλ. matière]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες