Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύδωρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύδωρ το [íδor] Ο γεν. ύδατος, πληθ. ύδατα, γεν. υδάτων : (λόγ.) νερό συνήθ. σε επιστημονικούς όρους, σε λόγιες εκφράσεις και ΦΡ Bαρύ* ~. Οξυγονούχο* ~. Όμβρια* ύδατα. Xωρικά* / διεθνή ύδατα. Aγιασμός των υδάτων. (έκφρ.) περί ανέμων και υδάτων, για συζητήσεις χωρίς ουσιαστικό και συγκεκριμένο περιεχόμενο. ΦΡ γη(ν)* και ~.

[λόγ. < αρχ. ὕδωρ & σημδ. γαλλ. eau (π.χ. eau lourde)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες