Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ότι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ό,τι [óti] αντων. αναφ. (άκλ.) : στις πτώσεις της ονομαστικής και της αιτιατικής. I1. σε θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους ενικού αριθμού· αυτό το οποίο / που: Πάρε ~ θέλεις. Έχει ~ χρειαζόμαστε. Kάνε ~ νομίζεις. ~ έχω, είναι δικό σας, όλα όσα έχω. Διάβα σε ~ έχεις να διαβάσεις και τηλεφώνησέ μου. (προφ.) Tι θα παραγ γείλεις; -~ κι εσύ, ό,τι παραγγείλεις κι εσύ. ΦΡ και εκφράσεις ~ έχω και δεν έχω, τα πάντα, όλη μου η περιουσία, καθετί που θεωρούμε πολύτιμο, αναντικατάστατο κτλ. ~ έγινε* έγινε. ας γίνει* ~ θέλει. ~ ~, όσα όσα, σε πολύ μεγάλη ή μικρή τιμή ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Tου έδιναν ~ ~ αρκεί να τους βοηθούσε, όσα πολλά κι αν τους ζητούσε. ~ έγινε / γίνεται δεν ξεγίνεται*. ~ κι ~, σε αποφατική πρόταση, για να χαρακτηρίσει κτ. σημαντικό και σπουδαίο: Aυτό το χαλί δεν είναι ~ κι ~. ΠAΡ ΦΡ ~ φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος*. 2. σε θέση επιθέτου με ουσιαστικό οποιουδήποτε γένους: ~ καιρό έχει εδώ έχει κι εκεί, όποιο. ~ ώρα τελειώσεις, έλα να μας δεις, οποιαδήποτε. Είπε ότι θα έρθει ~ ώρα μπορεί. ~ χρήματα χρειαστείς, θα τα έχεις, όλα όσα. ~ βιβλία σχετικά υπήρχαν τα συμβουλεύτηκε. || με επίθετο συγκριτικού βαθμού: ~ καλύτερο / ωραιότερο / εκλεκτότερο, αυτό το οποίο είναι το πιο καλό, ωραίο και εκλεκτό. Aυτό το βιβλίο είναι ~ πιο τελευταίο έχει γραφτεί γι΄ αυτό το θέμα. II. ~ και να / ~ κι αν, εισάγει αντίστοιχα δευτερεύουσες παραχωρητικές ή εναντιωματικές προτάσεις: ~ και να του πεις, δεν αλλάζει γνώμη. ~ και να κάνεις, ~ και να πεις, δεν πρόκειται να σε πιστέψουμε. ~ κι αν συμβεί, θα είμαστε μαζί σου. ~ δουλειά και να κάνει κανείς, η ξένη γλώσσα είναι απαραίτητη. Θα έρθουμε ~ καιρό κι αν έχει. (έκφρ.) ~ και να γίνει*.

[αρχ. ὅ τι (και γραφή: ὅ,τι]

[Λεξικό Κριαρά]
ότι (I), σύνδ.· ότις· ’τι.
  • 1) Ειδικό
    • α) ότι:
      • (Αχιλλ. L 141), (Προδρ. III 92 χφ G κριτ. υπ.), (Πουλολ. 578
    • β) (μετά από λεκτικά ρ. πλεοναστικά πριν από ανεξάρτητη πρόταση):
      • (Λόγ. παρηγ. L 601), (Έκθ. χρον. 6512
    • γ) (πλεοναστικά με επόμ. βουλητική πρόταση· βλ. και να (I) IIΒ́2α):
      • (Χρον. Τόκκων 3324
      • ο Σολομών … επαρακάλεσε τον Θεόν ότι να του δώσει σοφίαν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 199r
      • (με το πως πλεοναστικά):
        • Περί απροίκου γάμου γυναικός, οπού προίκα δεν έταξεν ότι πως να δώσει (Βακτ. αρχιερ. 136
    • δ) (με επόμ. ενδοιαστ. πρόταση):
      • εφοβούντον ότι οι καλοί καιροί … να μην τους λείψουν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 130v
    • ε) (σε πλάγια ερωτ. πρόταση):
      • εσύναξε τους μπέηδες να συμβουλευθεί ότι με ποίαν τέχνην να κάμει να νικήσει (Διακρούσ. 852
    • στ) (με τις προθ. παρά ‑ού, περού προκ. να δηλωθεί β́ όρος σύγκρισης):
      • (Φλώρ. 1122
      • επροτίμευα να αποθάνω εγώ, παρού ότι να βλαβείς εσύ (Διγ. Άνδρ. 40737
    • ζ) (σε τίτλ. ενότητας κειμ.):
      • Ότι η αρμάδα εις την Πόλιν ήλθεν (Κώδ. Χρονογρ. 544
    • η) (πλεοναστικά με επόμ. το πως ή προηγ. τα πως, ως):
      • ήκουσαν οι αδελφοί της κόρης ότι πως επήραν την αδελφήν τους (Διγ. Άνδρ. 31824· Ελλην. νόμ. 54424
    • θ) (με το μόρ. να)
      • θ1) (πλεοναστικά με οριστ., βλ. να (I) IIΆ1β)·
      • θ2) (με υποτ. προκ. για κ. αμφίβολο ή ενδεχόμενο, βλ. να (I) IIΆ2β)·
    • ι) (πλεοναστικά με το χρον. σύνδ. εφειδή ως απόδοση του γαλλ. puis que, πβ. Assises 238):
      • εφειδή ότι οι καμπίτες έλθουν … οι κριτάδες και ο βισκούντης … εντέχεται να έλθοσιν πρωτύτερα (Ασσίζ. 2149).
  • 2) Αιτ.
    • α) επειδή, για το λόγο ότι, αφού:
      • (Διγ. Esc. 547), (Φλώρ. 1531), (Μαχ. 50016), (Φαλιέρ. Ρίμ. 250
      • (στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου):
        • είπεν ο Κύριος ο Θεός προς το φίδι: «Ότι έκαμες ετούτο, καταραμένο εσύ από όλο το χτήνο …» (Πεντ. Γέν. III 14· Γέν. XXXVIII 11
    • β) (πλεοναστικά με τους αιτ. συνδ. διότι, εφειδή, ως):
      • εφειδή ότι λέγει ότι ουκ έχει απόθεν να πλερώσει ως εγγυητής … (Ασσίζ. 6611
      • Ου γαρ ηγάπουν αυτόν οι γενίτσαροι, ως ότι ουκ είδον εξ αυτού βοήθειαν (Έκθ. χρον. 5020).
  • 3) (Συμπερασμ.-αποτελεσματικό) ώστε
    • α) (με οριστ.):
      • Τόση σφαγή έγινεν, ότι εβρόμησεν όλον το κάστρον (Κώδ. Χρονογρ. 5235· Πηγά, Χρυσοπ. 49 (2)
      • εδείραν την, εις τρόπον ότι την εθανάτωσαν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 198v
      • (με επόμ. το οπού πλεοναστικά):
        • δίδει τση ξυλιές, ότι οπού την εφήκε μισαποθαμένη (Κατά ζουράρη 76
    • β) (με υποτ.):
      • θέλω τους πέψει τόσες μύγες …, ότι να χαλάσουν όλην την Αίγυπτον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 160r).
  • 4) (Χρον. με προηγ. τα επιρρ. τόσα ή τόσον) ώσπου, ωσότου, μέχρι που:
    • ανάμενε τον ρήγαν· και τόσα τον ανάμεινε, ότι έσωσεν κι εκείνος (Χρον. Μορ. H 6231
    • βίγλα εκάμναν, εις τόσον 'τι εξημέρωσεν (Θησ. (Foll.) I 20).
  • 5) (Τελικό) για να
    • α) (συνοδευόμενο από το να, βλ. να (I) IIIΒ́1β)·
    • β) (πλεοναστικά με το πως):
      • αδελφοί δεν σας το έγραψα, ότι πως να πορνεύετε … (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 316r
    • γ) (πλεοναστικά με το για να):
      • ήτον ανάγκη … να σμίξου, ότι για να μπορέσουσιν έμπασμα να σ’ ανοίξου (Φαλιέρ., Ιστ. 218
    • δ) (με το μηδέ σε αρνητ. πρόταση):
      • λέγω σου να υπάμεν …, ότι μηδέ μας νοήσουσιν (Διγ. Esc. 892).
  • 6) Υποθ.
    • α) (με επόμ. το να) αν:
      • (Πεντ. Λευιτ. XXIV 19
      • πλέον την ζωήν τι την θέλω την άτιμον, ότι να φανώ άνανδρος; (Διγ. Άνδρ. 38816
    • β) (συνοδεύοντας πλεοναστικά τον υποθ. σύνδ. ανίσως, βλ. ανίσως 1)·
    • γ) (με επόμ. τον υποθ. σύνδ. αν) εκτός αν:
      • ος … να μαγαριστεί … να μη φάει από τα άγια, ότι αν έπλυνεν τη σάρκα του με το νερό (Πεντ. Λευιτ. XXII 6).
  • Εκφρ.
  • 1) Καλά 'τι = μολονότι, παρόλο που (πβ. και καλά Εκφρ. 2):
    • (Θησ. (Foll.) I 8).
  • 2) Χωρίς ότι = εκτός αν:
    • (Ασσίζ. 19313).

[αρχ. σύνδ. ότι. Ο τ. 'τι με αιτ. σημασ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ότι (II), σύνδ.
  • Ά Ως χρον. σύνδ.
    • 1) Μόλις
      • α) (με οριστ. ιστορ. χρόνου για να δηλωθεί πραγματικό γεγονός):
        • αρχινίζει η φούσκα, απάνω ότι έκατσα, να παραξανεμίζει (Στάθ. Β́ 54
      • β) (με οριστ. μέλλ. ή υποτ. αορ. για να δηλωθεί κ. μελλοντικό, προσδωκόμενο):
        • εντέχεται να το λάβει (ενν. το πράγμαν) ο άνδρας της παρευτύς ότι η γυναίκα του τελευτήσει (Ασσίζ. 1417· Ερωτόκρ. Γ’1731).
    • 2)
      • α) (Προκ. για πράξη επαναλαμβανόμενη) όταν, κάθε φορά που:
        • Ότι διαβαίνεις, ου λαλείς, βλέπεις, ου χαιρετάς με (Ερωτοπ. 386
      • β) όταν, τότε που:
        • Και ήτον ότι εγέρασεν ο Ιτσχάκ και εθαμπώθηκαν τα μάτια του από του ιδεί … (Πεντ. Γέν. XXVII 1).
    • 3) Αφότου· αφού:
      • εσύ ακόμη ουκ επλήρωσες εξάμηνον ότ’ ήλθες (Προδρ. IV 73).
  • Β́ (Ως επίρρ.) μόλις και μετά βίας:
    • Τρία τσικίνια μόνο· ότι και φτάνου στο κρασί (Φορτουν. Έ 74).

[<άκλ. αναφ. αντων. ό,τι· πβ. όμως και πιθ. συσχετισμό με το ότε ή το όταν. Η λ. σε έγγρ. του 12. αι., στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ότι 1 [oti] σύνδ. ειδ. : 1. εισάγει δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις ύστερα από ορισμένης κατηγορίας ρήματα, κανονικά για να εκφράσει κτ. πραγματικό και αδιαμφισβήτητο· κατ΄ επέκταση όμως χρησιμοποιείται αδιακρίτως προς τον ειδικό σύνδεσμο πως: Ομολογώ ~ τέτοια αναίδεια δεν ξαναείδα. Nόμιζα ~ θα σας βρω εδώ. Yπέθεσαν ~ κάποιος θα τους είχε μιλήσει. Είναι φανερό ~ κάτι δεν πάει καλά. Διαδίδεται ~ θα παντρευτούν. || επεξηγηματικά ή αναπτύσσοντας την έννοια προηγούμενου έναρθρου ουσιαστικού: Έφυγε με την ελπίδα ~ γρήγορα θα ξαναγύριζε. Είχε τη βεβαιότητα ~ θα τον βοηθήσουν. 2. παρά* (το) ~, παρόλο* ~. 3. ύστερα από πρόθεση, επίρρημα ή επιρρηματική έκφραση συνήθ. έναρθρο και στην κατάλληλη πτώση δηλώνει ανάλογες επιρρηματικές σχέσεις: Εκτός του ~ / παρά το ~ / παρά το γεγονός ~ / για το λόγο ~ / εξαιτίας του ~. 4. με το άρθρο το σε ουσιαστικοποίηση προτάσεων: Tο ~ το παραδέχτηκε είναι προς τιμήν του.

[λόγ. < αρχ. ὅτι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ότι 2 [óti] σύνδ. : (προφ.) 1. χρονικός· προσδιορίζει χρονικά μια πράξη που έγινε στο παρελθόν σχεδόν ταυτόχρονα με την πράξη της κύριας πρότασης: Πού είναι ο πατέρας σου; -~ έφυγε, μόλις προ ολίγου. || συχνά και απολύτως: ~ ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω, αλλά πρόλαβες και τηλεφώνησες ή ήρθες. ~ πήγαινα να το ζητήσω εγώ, ακριβώς αυτή τη στιγ μή ετοιμαζόμουν αλλά το ζήτησες πρώτος. 2. (σπάν.) αιτιολογικός· διότι, που: Xαίρομαι ~ πέτυχαν οι προσπάθειές μας, διότι πέτυχαν. Λυπάμαι ~… || κάποτε δεν είναι σαφές αν πρόκειται για το ειδικό ότι, ή για το αιτιολογικό: Tους έκανε εντύπωση ~ έφυγε θυμωμένος.

[ίσως < αρχ. ὅτε]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οτιδήποτε [otiδípote] αντων. αναφ. (άκλ.) : 1. σε θέση ουσιαστικού χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής θέλει να εκφράσει έντονη αοριστία· ό,τι τυχόν, οποιοδήποτε πράγμα, γεγονός, συμβάν κτλ.: ~ θελήσεις θα το έχεις. ~ έλεγε τον κατηγορούσαν. 2. (προφ.) σε θέση επιθέτου, μπορεί να προσδιορίζει ουσιαστικό είτε (συχνότερα) ουδέτερου γένους είτε (σπανιότερα) αρσενικού ή θηλυκού· οποιοσδήποτε: ~ θέμα προκύψει έλα να με βρεις. ~ δουλειά του βάλεις θα σου την τελειώσει.

[λόγ. < αρχ. ὅ τι δήποτε (μαρτυρείται μόνο στην ιων. διάλ.: ὅ τι δήκοτε)]

[Λεξικό Κριαρά]
ότιμως, σύνδ.
  • (Συν. με προηγ. το και) όμως, αλλ’ όμως, εντούτοις:
    • (Ζήν. Δ́ 313
    • Κι ότιμως τα τορνέσα κάνουσι τα καμώματα, κι όχι τα παραμύθια (Κατζ. Ά 204).

[<αρχ. συνεκφ. ό,τι μη ή ότε μη με επίδρ. του όμως ή <συμφ. των συνδ. ότι και όμως. Τ. οντεμής, όντιμως, όντεμως και όντιμας σήμ. κρητ. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ότις (I), αντων.,
βλ. όστις.
[Λεξικό Κριαρά]
ότις (II), σύνδ.,
βλ. ότι (I).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες