Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όσφρησις η.
-
- Η αίσθηση με την οποία αισθανόμαστε τις οσμές, όσφρηση:
- (Προδρ. IV 336).
[αρχ. ουσ. όσφρησις. Η λ. και σήμ. (‑ση)]
- Η αίσθηση με την οποία αισθανόμαστε τις οσμές, όσφρηση: