Παράλληλη αναζήτηση
21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οστεΐνη η [osteíni] Ο30 : οργανική ουσία που αποτελεί συστατικό των οστών και των δοντιών.
[λόγ. < διεθ. oste(o)- = οστε(ο)- + -in = -ίνη]
- οστέινος -η -ο [ostéinos] Ε5 : (λόγ.) κοκάλινος.
[λόγ. < αρχ. ὀστέϊνος]
- οστελιέρης ο· στελιέρης· στιλιέρης.
-
- Πανδοχέας:
- β́ άνδρες ομού παραδίδουσιν του στιλιέρη, ήγουν του χανουτάρη, πέρπυρα ρ́ (Ασσίζ. 8130· αυτ. 8212).
[<παλαιότ. γαλλ. ostelier. Πβ. επίσης το μεσν. λατ. hostellerius]
- Πανδοχέας:
- οστενάδος, επίθ.
-
- Πεισματάρης, επίμονος, ανυποχώρητος:
- Επειδή είσαι τόσα οστενάδη …, απόμεινε εδώ εις τον έρημον τόπον (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 420).
[<βεν. ostinado. Τ. οστι‑ σήμ. ιδιωμ. (Ζώης)]
- Πεισματάρης, επίμονος, ανυποχώρητος:
- οστεο- [osteo] & οστεό- [osteó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οστε- [oste], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. (ανατ., ιατρ.) αναφέρεται στα οστά του ανθρώπινου σώματος ή αφορά αυτά: ~μαλάκυνση, ~πόρωση, ~ρραφία, ~σκλήρυνση, οστεαλγία, ~αρθρίτιδα. || είναι κατάλληλο για τα οστά συνήθ. του ανθρώπινου σώματος: ~τόμος, ~τρύπα νο. 2. προέρχεται από οστά: οστεάνθρακας, οστεόκολλα. 3. προορίζεται για τα οστά των νεκρών: ~θήκη, ~φυλάκιο.
[λόγ. < αρχ. ὀστε(ο)- θ. του ουσ. ὀστοῦν ως α' συνθ.: αρχ. ὀστεο-λογία & γαλλ. osteo- < αρχ. ὀστεο-: οστεο-πάθεια, οστεό-φυτο, οστεό-κολλα < γαλλ. ostéopathie, ostéophyte, ostéocolle]
- οστεοαρθρίτιδα η [osteoarθrítiδa] Ο28 : (ιατρ.) αρθρίτιδα, η οποία προσβάλλει και τα οστά που βρίσκονται κοντά στις αρθρώσεις.
[λόγ. < γαλλ. ostéoarthrite < ostéo- = οστεο- + arthrite = αρθρίτ(ις) -ιδα]
- οστεοβλάστη η [osteovlásti] Ο30 : (βιολ.) ονομασία των κυττάρων της οστεΐνης.
[λόγ. < γαλλ. ostéoblaste < ostéo- = οστεο- + blaste < αρχ. βλα στ(ός) -η]
- οστεοθήκη η [osteoθíki] Ο30 : κιβώτιο μέσα στο οποίο φυλάγονται τα οστά ενός νεκρού.
[λόγ. οστεο- + -θήκη (όχι κατευθείαν από το σπάν. ελνστ. ὀστεοθήκη, σύγκρ. οστεοφυλάκειον) σφαλερή δημιουργία αντί για το πιο κοινό και σωστό ελνστ. ὀστοθήκη]
- οστεολογία η [osteolojía] Ο25 : (ιατρ.) κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τα οστά, με το σκελετό.
[λόγ. < ελνστ. ὀστεολογία, αρχ. σημ.: `αφαίρεση οστών΄]
- οστεομαλάκυνση η [osteomalákinsi] Ο33 : (ιατρ.) μαλάκυνση των οστών.
[λόγ. οστεο(μαλακία) με υποκατάσταση της λ. μαλάκυνση για αποφυγή της λ. μαλακία < γαλλ. ostéomalacie < ostéo- = οστεο- + malacie < αρχ. μαλακία `μαλάκωμα΄]