Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όσσε
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οσσερβάρω.
  • Προσέχω:
    • προμετέρουσι (ενν. οι κοινοί φίλοι) να ατεντέρουσι και να οσσερβάρουσι (Βαρούχ. 79525).

[<βεν. οsservàr - ιταλ. osservare]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες