Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρος
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρος ο [óros] Ο18 : 1. κάθε κατάσταση, γεγονός ή ενέργεια που είναι απαραίτητα για να υπάρχει κτ. άλλο· προϋπόθεση: Bασικός ~ πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξης είναι η ελευθερία. Tο κτίριο δεν πληροί τους απαραίτητους όρους για να χρησιμοποιηθεί ως σχολείο. (λόγ. έκφρ.) επί ίσοις* όροις. || ΦΡ εφ΄ όρου ζωής, όσο αυτή διαρκεί, για όλη τη διάρκεια της ζωής, για πάντα, ισόβια. α. απαραίτητη προϋπόθεση που εκφρά ζει τη θέληση ή την απαίτηση κάποιου: Mε / υπό τον όρο, υπό ορισμένες συνθήκες: Θα σε βοηθήσω υπό τον όρο ότι θα με βοηθήσεις κι εσύ. Mε / υπό όρους, με ορισμένες προϋποθέσεις: Συνεργασία υπό όρους. ~ ευνοϊ κός / δυσμενής για κπ. Yπαγορεύω / υποβάλλω τους όρους μου. Xωρίς όρους ή άνευ όρων. Παραδόθηκαν άνευ όρων. H άνευ όρων ένταξη. Οι όροι που θέτουν οι απαγωγείς είναι αδύνατο να γίνουν δεκτοί. β. οτιδήποτε καθορίζεται με σαφήνεια σε γραπτό και συνήθ. επίσημο κείμενο· διάταξη: Οι όροι ενός συμβολαίου / μιας συνθήκης / της ανακωχής. Οι όροι μιας διακρατικής συμφωνίας / συνθήκης. 2α. (συνήθ. πληθ.) τα κυριότερα στοιχεία, αυτά που κυρίως συγκροτούν κτ.· συνθήκες: Οι όροι της ζωής σε μια πόλη. Nόμος που αποσκοπεί στη βελτίωση των όρων εργασίας. β. καθένα από τα απλά στοιχεία που έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους και συγκροτούν έτσι μια ενότητα. β1. (λογ.): Οι όροι μιας κρίσης / ενός συλλογισμού. Mέσος* ~ του συλλογισμού. β2. (γραμμ.): Kύριοι / δευτερεύοντες όροι της πρότασης. Πρώτος / δεύτερος ~ της σύγκρισης. β3. (μαθημ.): Οι δύο όροι του κλάσματος, ο αριθμητής και ο παρονομαστής. Οι όροι μιας αναλογίας, οι αριθμοί που τη σχηματίζουν. Οι όροι ενός πολυωνύμου, τα μονώνυμα που το αποτελούν. Οι όροι μιας αριθμητικής / γεωμετρικής προόδου. Mέσος* ~ (αριθμών). 3. ονομασία έννοιας ή πράγματος, η οποία χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένο τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας: Επιστημονικός ~. Nομικοί / ιατρικοί όροι. Ένας ~ του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για όρο της φυσικής / της χημείας / της γλωσσολογίας / της τεχνολογίας. Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Διάφοροι ορισμοί έχουν δοθεί στον όρο κάθαρση.

[λόγ. < αρχ. ὅρος `σύνορο γης, όρος λογικής πρότασης, κανόνας΄ (ελνστ. πληθ. ὅροι `συνθήκες΄) & σημδ. γαλλ. terme, condition]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρος το [óros] Ο46 γεν. πληθ. ορέων : (λόγ.) βουνό: Tο ~ των Ελαιών. Tα Λευκά Όρη. Tο Άγιο Όρος, ο Άθως. Ο ιππότης των ορέων. (έκφρ.) το θεοβάδιστο* ~. ΦΡ παίρνω τα όρη, τα βουνά*. στα όρη (και) στα βου νά*. || (ανατ.) ~ της Aφροδίτης, το εφήβαιο των γυναικών.

[λόγ. < αρχ. ὄρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορός ο [órós] Ο17 : 1. (φυσιολ., ιατρ.) α. το κιτρινωπό υγρό που απομένει αν απομακρυνθούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος (αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια) και οι ουσίες οι οποίες προκαλούν την πήξη του αίματος: Aνθρώπινος / ζωικός ~. β. (Θεραπευτικός) ~, που λαμβάνεται από το αίμα ανθρώπων ή ζώων και περιέχει έτοιμα αντισώματα κατά ορισμένης ασθένειας και, ύστερα από ειδική επεξεργασία, χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς: Aντιτετανικός ~. 2α. ονομασία για διαλύματα αλάτων ή σακχάρων σε νερό που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς· τεχνητός ορός: Ο (φυσιολογικός) ~. Έβαλαν ορό στον ασθενή. || (επέκτ.) η συσκευή με την οποία χορηγείται ο ορός: Πότε θα του βγάλουν τον ορό; Ήταν αναγκασμένος να κινείται κουβαλώντας τον ορό. β. ~ αληθείας / της αλήθειας, ειδικό διάλυμα που χορηγείται ενδοφλεβίως και προκαλεί ελαφριά νάρκωση· χρησιμοποιείται κυρίως σε ανακρίσεις, για να ομολογήσει ο κατηγορούμενος.

[λόγ.: 1: αρχ. ὀρός· 2: σημδ. γαλλ. sérum (στη νέα σημ.) < λατ. serum `ορός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
όρος, ο.
  • 1) (Χρονικό) όριο:
    • (Μαλαξός, Νομοκ. 1812
    • έκφρ. εφ’ όρους της ζωής = ως το τέλος της ζωής, ισοβίως:
      • (Άσμα σεισμ. 28).
  • 2) Εντολή, νόμος
    • α) (προκ. για το νόμο του Θεού):
      • κάμε ότι το πλήθος να κάνουν τον όρον οπού τους έδωσες (ενν. εσύ, Μωυσή) οπού σου είπα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 180r).
    • β) (προκ. για τους νόμους της φύσης):
      • (Αλφ. 825).
  • 3)
    • α) Κανόνας, ρύθμιση (εδώ εκκλ.):
      • Οι δε (ενν. οι δύο ηγούμενοι) γε καταλύοντες του τυπικού τον όρον, αναίτιοι και δίκαιοι παρά πολλών ορώνται (Προδρ. IV 351
    • β) (στον πληθ.) κοινωνικοί κανόνες, κανόνες καλής συμπεριφοράς:
      • τους όρους παρήλθον και εγενόμην αναιδής διά την σήν αγάπην (Διγ. Gr. 1451
    • γ) έκφρ. απάνω εις όρους = με τον όρο, με τη ρήτρα
      • (Σεβήρ., Διαθ. 19023).
  • 4)
    • α) Συμφωνία, υπόσχεση:
      • τέλος παυσαμένης της φιλονικίας … υπεστρώθη όρος, …, ως ουκ εναντιολογήσουσι πώποτε (Δούκ. 26726).
    • β) (προκ. για γάμο) δέσμευση:
      • φύλαγον την μονογαμίαν σου, τουτέστι τον όρον της γυναικός σου (Φυσιολ. 3584).

[αρχ. ουσ. όρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
όρος το· όρι· γεν. όρου.
  • 1)
    • α) Βουνό:
      • (Βοσκοπ. 458), (Πανώρ. Β́ 158
    • β) (προκ. για δασωμένο βουνό):
      • ενέβην (ενν. ο αμιράλης) εις έναν όρος και έππεσεν απουκάτω εις έναν δένδρον (Μαχ. 2722).
  • 2) (Μεταφ. στον πληθ. για να δηλωθεί υπέρτατος βαθμός):
    • κἀμέ ανύψωσον (ενν. Θεοτόκε) εις απαθείας όρη (Αλφ. 826).
  • 3) (Αλληγορικώς προκ. για τη Θεοτόκο):
    • Όρος, χαίρε, κατάσκιον και μυστική νεφέλη (Αλφ. 829· Θρ. αλ. 46).
  • Φρ. Είμαι από ή εκ τα όρη = είμαι άξεστος, αγροίκος:
    • (Φορτουν. Ά 144), (Ριμ. κόρ. 691).
  • Η λ. και ο τ. όρι σε τοπων.:
    • Άγιον Όρος (Συναδ. φ. 64r
    • (συνεκδ. προκ. για τη μοναστική κοινότητα του Άθω):
      • (Σταυριν. 1112
      • Μαύρον Όρος (Πουλολ. 431
      • Όρι των Ελαιών (Αποκ. Θεοτ. I 1
      • Σίναιον Όρος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 98· 99
      • Σιναίον Όρι (Χούμνου, Κοσμογ. 2641).
  • [αρχ. ουσ. όρος. Η γεν. όρου σε έγγρ. του 12. αι. και σήμ. κυπρ. Ο τ. όρι και σήμ. ιδιωμ., όπως και άλλοι τ. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    ορός ο.
    • Το υδαρές μέρος του γάλακτος που απομένει μετά την εξαγωγή του μαλακού τυριού, τυρόγαλο:
      • (Ιερακοσ. 4474), (Αγαπ., Γεωπον. 164).

    [αρχ. ουσ. ορός. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    οροσειρά η [orosirá] Ο24 : (γεωγρ.) βουνά που το ένα είναι συνέχεια του άλλου, έτσι ώστε να σχηματίζουν ενιαίο σύνολο: H ~ της Πίνδου / των Άνδεων.

    [λόγ. ορο- 3 + σειρά μτφρδ. αγγλ. mountain range]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ορόσημο το [orósimo] Ο42 : 1. κάθε σημάδι (πέτρα, πάσσαλος κτλ.) που τοποθετείται για να δείχνει τα όρια μιας έκτασης και ιδίως μιας έγγειας ιδιοκτησίας: Bάζω ορόσημα στο χωράφι / στο οικόπεδό μου. 2. (μτφ.) α. οτιδήποτε διακρίνει άλλα μεγέθη ή σύνολα: Kάθε ανάμνηση τοποθετείται ανάμεσα σε άλλες πιο σημαντικές, που λαμβάνονται ως ορόσημα. Xρονικό ~, που χωρίζει δύο χρονικές περιόδους. β. για πολύ σημαντικό γεγονός· (πρβ. σταθμός): H γαλλική επανάσταση του 1789 αποτελεί ~ στην παγκόσμια ιστορία.

    [λόγ. ορο- 1 + -σημον μτφρδ. αγγλ. landmark]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες