Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όργια
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργιά η [orjá] Ο24 : 1α. (λαϊκότρ.) μονάδα μήκους που αντιστοιχεί με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα των χεριών του ανθρώπου, όταν αυτά είναι τεντωμένα: Δύο οργιές σχοινί. Δέντρο δέκα οργιές ψηλό. β. (ναυτ.) αγγλική μονάδα μήκους που αντιστοιχεί με δύο γιάρδες (1,829 μέτρα). 2. η απλωτή.

[ελνστ. ὀργυιά (αρχ. ὄργυια) (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
οργιά η· οργία· ουργία· ουργιά.
  • 1) Μονάδα μέτρησης μήκους:
    • (Φλώρ. 1342), (Ερωτόκρ. Β́ 1638), (Metrol. 4718).
  • 2) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας:
    • καταλογίζειν οφείλεις τας διακοσίας ουργίας γην μοδίου ενός (Metrol. 5018).
  • 3)
    • α) (Προκ. να δηλωθεί το ελάχιστο μήκος ή η ελάχιστη επιφάνεια):
      • έγινεν ένα μέγα σκότος, … μήτε ήβλεπε τινάς να περιπατήσει μίαν οργία τόπον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 162v
      • έστι πνιγήναι άνθρωπον … εις μίαν οργιάν ύδατος (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 31
    • β) (προκ. να δηλωθεί υπερβολικό μήκος):
      • Είχε γαρ ο νεότερος, πανθαύμαστος εκείνος … στήθος ως κρύσταλλον κρυού οργιάν έχον μήκος (Διγ. Z 1485).
  • 4) Νήμα λινό, ράμμα:
    • ούτε τσαγγάρης ή σελάς ή δερματοραπτάρης να ράψει δύναται … χωρίς να βάλει απ’ εμού (ενν. του χοίρου) τρίχαν εις την οργίαν (Διήγ. παιδ. 391).

[αρχ. ουσ. όργυια ‑άς. Ο τ. ορ‑ σε έγγρ. του 12.-13. αι. Ο τ. ουργία στο Du Cange. Ο τ. ουργιά σε έγγρ. του 17. αι. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργιάζω [orjiázo] Ρ2.1α : 1α. επιδίδομαι σε όργια, διασκεδάζω διαπράτ τοντας ακολασίες: Οι Ρωμαίοι οργίαζαν στα συμπόσια. || με υπερβολή: Πού οργίαζες πάλι χτες βράδυ; β. (μτφ.) διαπράττω παράνομες ή ανήθικες πράξεις: Οργίασε κατά την κατοχή / στα χρόνια της δικτατορίας. Ορ γιάζουν οι άνθρωποι του καθεστώτος. 2. (μτφ., στο γ' πρόσ.) για κτ. που είναι άφθονο ή για δραστηριότητα που είναι πολύ έντονη: Οργιάζει η βλάστηση. Οργιάζει η κερδοσκοπία / ο χαφιεδισμός / το έγκλημα. Οργιάζουν οι φήμες. Οργιάζει η φαντασία κάποιου. || Οργιάζει η φύση, κατά την περίοδο της άνοιξης.

[λόγ. < αρχ. ὀργιάζω `τιμώ κπ. θεό με οργιαστικές τελετές΄ και κατά τις νέες σημ. της λ. όργιο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργιαστικός -ή -ό [orjiastikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τα αρχαία όργια: Οργιαστικές γιορτές / τελετές. Οργιαστική λατρεία. 2. (μτφ.) που οργιάζει2, που είναι άφθονος ή πολύ έντονος: Οργιαστική βλάστηση. οργιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ὀργιαστικός· 2: σημδ. γαλλ. orgiaque (στη νέα σημ., δες όργιο) < ελνστ. ὀργιακός `που αναφέρεται στα μυστήρια΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες