Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όπλον
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
όπλον το· γεν. πληθ. οπλών.
  • α) Όργανο άμυνας ή επίθεσης, όπλο:
    • (Διγ. Gr. 2083), (Αξαγ., Κάρολ. Έ 502
    • (εδώ σε ομοτική έκφρ.):
      • ομνύω σε … εις τα όπλα τά βαστάζεις (Λίβ. P 2398
  • β) οπλισμός:
    • εις την τένδαν μoυ ελθών εξέβαλον τα όπλα (Διγ. Gr. 3048
  • γ) (μεταφ.) ισχυρό μέσο προστασίας και άμυνας:
    • ο Χριστός … τον σταυρόν μάς έδωκεν όπλον και μέγα άρμα (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 501· Κυπρ. ερωτ. 15022
    • έκφρ. εν όπλοις ή εν όπλῳ = (προκ. για στρατιώτη) οπλισμένος:
      • (Έκθ. χρον. 5920), (Λίβ. P 641).

[αρχ. ουσ. όπλον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπλονόμος ο [oplonómos] Ο18 : υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού που ασχολείται με την αστυνόμευση των ναυτών καθώς και με τη φρούρηση και συντήρηση του φορητού οπλισμού.

[λόγ. οπλο- + -νόμος κατά το αστυνόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες