Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όνειρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
όνειρος ο· πληθ. ονείροι.
  • 1) Όνειρο:
    • και οι ονείροι εκ Θεού είν δεδομένοι (Ερμον. Η 234).
  • 2) Κ. ψεύτικο, φανταστικό, ανύπαρκτο:
    • Όσα και αν λέγεις ο πονών … πάντα δοκούσιν όνειρος εις άθλιβον καρδίαν (Γλυκά, Στ. 253).

[αρχ. ουσ. όνειρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες