Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όνειδος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όνειδος το [óniδos] Ο47 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) ό,τι ντροπιάζει τον άνθρωπο δημόσια και σε μεγάλο βαθμό: Είναι το ~ της οικογένειάς μας, μέλος της οικογένειας που την ντροπιάζει. || κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ντροπή: Έζησε μέσα στο ~.

[λόγ. < αρχ. ὄνειδος]

[Λεξικό Κριαρά]
όνειδος το.
  • 1) Επίπληξη, επιτίμηση:
    • (Ριμ. Βελ. ρ 916), (Σφρ., Χρον. 12412).
  • 2) Περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή:
    • πρέπει υπό λαϊκών απάντων να τιμούνται (ενν. οι ιερωμένοι), να μην είναι εις όνειδος και να καταφρονούνται (Ιστ. Βλαχ. 1686· 2394).
  • 3) Ταπείνωση, εξευτελισμός:
    • (Ριμ. Βελ. ρ 902
    • ο Χριστός οπού έλαβεν τόσα ονείδη δι’ ημάς τους αναξίους (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 344r).
  • 4) (Συνεκδ., προκ. για πρόσωπο) αντικείμενο περιφρόνησης και εξευτελισμού:
    • εγεννήθης όνειδος εις πάσαν την Συρίαν (Διγ. Gr. 363· Σπαν. A 216).

[αρχ. ουσ. όνειδος. Η λ. και σημ. λόγ. και ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες