Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όκα
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οκά η [oká] Ο23 : παλαιά μονάδα βάρους που αντιστοιχεί με χίλια διακόσια ογδόντα δύο γραμμάρια: H ~ διαιρείται σε τετρακόσια δράμια. (έκφρ.) με τις οκάδες, για μεγάλη ποσότητα: Aγοράζουν φρούτα με τις οκάδες. ΦΡ της οκάς, για πράγμα, ιδίως εμπόρευμα, χαμηλής ποιότητας. κάνω κπ. οχτακόσιες οκάδες, τον δέρνω πολύ.

[μσν. οκά αντδ.(;) < τουρκ. okka < αραβ. ūqiyah ίσως < αρχ. οὐγγία (δες ουγγιά)]

[Λεξικό Κριαρά]
όκα η.
  • Είδος τυχερού παιχνιδιού:
    • Εχάσα τα δηνέρια μου … εις την όκαν (Σαχλ. N 176).

[<βεν. oca. Πβ. σήμ. αλλόκια (<βεν. all’ oca) στα Επτάνησα. Η λ. και σήμ. στη Ζάκυνθο (Ζώης, λ. ώ‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
οκά η.
  • Μονάδα βάρους που αντιστοιχεί σε 1.280 γραμμάρια:
    • παίρνουσιν … από καθένα μόδι καρπόν μίαν οκάν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154).

[<τουρκ. okka. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οκαζιόν η, άκλ.· πληθ. οκαζιόνες.
  • Ευκαιρία· περίπτωση:
    • είμαι έτοιμος προς τον πλουν. Όμως ουδεμία οκαζιόν ως τώρα έτυχε (Βελλερ., Επιστ. 62· Μπερτολδίνος 155).

[<βεν. ocasion. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Ζώης)]

[Λεξικό Κριαρά]
οκαθεμιά, αντων. θηλ.,
βλ. καθείς.
[Λεξικό Κριαρά]
οκαί, σύνδ.,
βλ. και.
[Λεξικό Κριαρά]
οκάμποσος, αντων.,
βλ. καμπόσος.
[Λεξικό Κριαρά]
οκάμποτε, επίρρ.,
βλ. κάποτε.
[Λεξικό Κριαρά]
οκάποθεν, επίρρ.,
βλ. κάποθεν.
[Λεξικό Κριαρά]
οκάποιος, αντων.,
βλ. κάποιος.
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες